Νόμος 3584/2007 - ΦΕΚ 143/Α/28-6-2007 (Κωδικοποιημένος)
ΠΡΟΣΟΧΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ DEMO
Το παρακάτω αποτελεί περιεχόμενο σε Λειτουργία Επίδειξης Κωδικοποιημένου Αρχείου Νομοθεσίας.
Στο περιεχόμενο του Κωδικοποιημένου Αρχείου σε λειτουργία επίδειξης, έχετε τη δυνατότητα να διαβάστε μέχρι 10 σελίδες περιεχομένου.
Για να δείτε το Νόμο όπως ισχύει μεταβείτε στην πλήρη έκδοσή του, στο https://www.e-nomothesia.gr.
Τρέχουσα ενοποιημένη έκδοση: 19.04.2021. Το Κωδικοποιημένο αρχείο, εκδόθηκε σε ενοποιημένο κείμενο με ενσωματωμένες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις.
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ
Ο N.3584/2007 - ΦΕΚ 143/Α/28-6-2007 , έχει τροποποιηθεί - συμπληρωθεί - αντικατασταθεί ή αναδιατυπωθεί, από τις διατάξεις των παρακάτω.
Α/Α | Ημερομηνία Έκδοσης | Τροποποιήθηκε από τις μεταγενέστερες διατάξεις των: |
---|---|---|
40 | 19.04.2021 | Ν.4795/2021 - ΦΕΚ 62/Α/17-4-2021 |
39 | 15.10.2020 | Ολόκληρη η λίστα των τροποποιήσεων στην πλήρη έκδοση |
ΚΕΙΜΕΝΟ ΦΕΚ
ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΦΕΚ
Το αρχικό κείμενο των διατάξεων, όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ., οι οποίες έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 3584/2007
ΦΕΚ 143/Α/28-6-2007
Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, όπως καταρτίσθηκε από την Επιτροπή του άρθρου 20 του ν. 3320/2005, του οποίου το κείμενο έχει ως εξής:
ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αρχές του Κώδικα
Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων που διέπουν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. Α' Βαθμού, σύμφωνα ιδίως με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ανάγκη διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους.
Άρθρο 2
Έννοια όρων
1.Όπου στον παρόντα Κώδικα αναφέρονται «Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης» (Ο.Τ.Α.), νοούνται οι Δήμοι, οι Κοινότητες, τα Δημοτικά, Κοινοτικά Ιδρύματα και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αυτών, καθώς και οι Σύνδεσμοι Δήμων, Κοινοτήτων και Δήμων και Κοινοτήτων.
2.Όπου για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος λαμβάνεται υπόψη ο πληθυσμός, νοείται ο πραγματικός πληθυσμός, όπως αυτός εμφανίζεται στους δημοσιευθέντες επίσημους πίνακες της τελευταίας απογραφής.
Άρθρο 3
Έκταση εφαρμογής Διαίρεση ύλης
Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγεται το πάσης φύσεως προσωπικό των Ο.Τ.Α., ως κατωτέρω:
1.Στις διατάξεις του πρώτου μέρους υπάγεται το μόνιμο προσωπικό:
α. των Δήμων,
β. των Κοινοτήτων,
γ. των Δημοτικών και Κοινοτικών Ιδρυμάτων και
δ. των Συνδέσμων και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. των Ο.Τ.Α.
2.Στις διατάξεις του δεύτερου μέρους υπάγεται το προσωπικό Ειδικών Θέσεων και το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΜΟΝΙΜΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΕΣΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Α. ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ
Άρθρο 4
Υπηρεσιακό Συμβούλιο
Στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης συνιστάται Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, που αποτελείται από:
1.Τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Σώματος.
2.Έναν Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου ή Διοικητικής ή Πολιτικής Επιστήμης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ή του τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με αναπληρωτή του επίσης Καθηγητή των ίδιων Πανεπιστημίων που υποδεικνύονται από τους Πρυτάνεις αυτών.
3.Τον Γενικό Διευθυντή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης με αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του ίδιου Υπουργείου που ορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
4.Έναν Γενικό Διευθυντή Δήμου με αναπληρωτή του Γ ενικό Διευθυντή Δήμου που ορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από προηγούμενη γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.
5.Έναν εκπρόσωπο της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής.
6.Τον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α.), με αναπληρωτή του μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, το οποίο ορίζει η Επιτροπή αυτή.
7.Τον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α.), με αναπληρωτή του μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής, το οποίο ορίζει η Επιτροπή αυτή.
Καθήκοντα Γραμματέα εκτελεί διοικητικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α' του Τμήματος Προσωπικού Ο.Τ.Α. της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Λειτουργίας Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, με την απόφαση ορισμού των μελών του Συμβουλίου.
8.Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο λειτουργεί:
α. Ως Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για τους Γενικούς Διευθυντές Δήμων και Συνδέσμων.
β. Γ ια την επιλογή Γ ενικών Διευθυντών Δήμων και για τα λοιπά θέματα υπηρεσιακής τους κατάστασης για τα οποία απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
9.Ο ορισμός των μελών του ανωτέρω Συμβουλίου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
10.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, αποζημίωση των μελών και του γραμματέως ανάλογα με τις συνεδριάσεις που μετέχουν.
11.Για τη θητεία, τη λειτουργία, την τήρηση πρακτικών και τα λοιπά θέματα του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος.
Άρθρο 5
Υπηρεσιακά Συμβούλια
1.Σε κάθε Νομό και Νομαρχία συνιστάται Υπηρεσιακό Συμβούλιο, για το προσωπικό του άρθρου 3 του παρόντος συγκροτούμενο με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας το οποίο αποτελείται από:
α. Τρεις (3) υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. κατηγορίας ΠΕ με Α' βαθμό και εν ελλείψει με Β' βαθμό που ορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, μετά από γνώμη της Διοικούσας Επιτροπής της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υπάλληλοι της ανωτέρω κατηγορίας ορίζονται υπάλληλοι κατηγορίας ΤΕ με Α' βαθμό και εν ελλείψει με Β' βαθμό. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υπάλληλοι των ανωτέρω κατηγοριών ορίζονται υπάλληλοι κατηγορίας ΔΕ με Α' βαθμό.
β. Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ τουλάχιστον με βαθμό Β', που εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η διαδικασία και οι λοιπές προϋποθέσεις της εκλογής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης που εκδίδεται μετά από γνώμη των Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α. Οι γνώμες της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α. παρέχονται μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη των ανωτέρω Ομοσπονδιών.
Καθήκοντα γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος κλάδου ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων με βαθμό τουλάχιστον Γ' του Δήμου της έδρας του Νομού, με εξαίρεση τα συμβούλια των Νομαρχιών του Νομού Αττικής, του Νομού Θεσσαλονίκης και των Δήμων Αθηναίων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
Καθήκοντα γραμματέα για τα συμβούλια των Νομαρχιών του Νομού Αττικής και του Νομού Θεσσαλονίκης εκτελεί υπάλληλος κλάδου ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικών Γ ραμματέων με βαθμό τουλάχιστον Γ' του πολυπληθέστερου Δήμου που ορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας.
Ως τόπος συνεδρίασης του συμβουλίου ορίζεται το κατάστημα του Δήμου της έδρας του Νομού με εξαίρεση τα συμβούλια των Νομαρχιών του Νομού Αττικής, του Νομού Θεσσαλονίκης και των Δήμων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
Ως τόπος συνεδρίασης των συμβουλίων των Νομαρχιών του Νομού Αττικής και του Νομού Θεσσαλονίκης ορίζεται το κατάστημα του πολυπληθέστερου Δήμου.
2.Στη διοικητική περιφέρεια της Νομαρχίας Αθηνών συνιστώνται τέσσερα (4) υπηρεσιακά συμβούλια με αρμοδιότητα τους κατωτέρω Ο.Τ.Α.:
Α'. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Αλίμου, Αργυρούπολης, Γλυφάδας, Ελληνικού, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ν. Σμύρνης, Π. Φαλήρου και Ταύρου.
Β'. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Αγ. Βαρβάρας, Αγ. Αναργύρων, Αιγάλεω, Ιλίου, Καματερού, Περιστερίου, Πετρούπολης και Χαϊδαρίου.
Γ'. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Αγ. Παρασκευής, Αγ. Δημητρίου, Βύρωνα, Δάφνης, Ζωγράφου, Ηλιούπολης, Καισαριανής, Παπάγου, Υμηττού και Χολαργού.
Δ'. Υπηρεσιακό Συμβούλιο:
Αμαρουσίου, Βριλησσίων, Γαλατσίου, Ηρακλείου, Κηφισιάς, Λυκόβρυσης, Μελισσίων, Μεταμόρφωσης, Νέας Ερυθραίας, Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας, Νέας Χαλκηδόνας, Ν. Ψυχικού, Πεύκης, Φιλοθέης, Χαλανδρίου, Ψυχικού, Εκάλης, Ν. Πεντέλης και Πεντέλης.
Το προσωπικό των συνδέσμων υπάγεται στο αντίστοιχο υπηρεσιακό συμβούλιο της έδρας του.
Ειδικά το προσωπικό των Συνδέσμων που έχουν την έδρα τους στους Δήμους Θεσσαλονίκης και Πειραιά υπάγεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το δε προσωπικό των Συνδέσμων που έχουν την έδρα τους στο Δήμο Αθηναίων, υπάγεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο που θα καθορίσει με απόφασή του ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας.
Τα ανωτέρω Υπηρεσιακά Συμβούλια της Νομαρχίας Αθηνών συγκροτούνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας κατά την ειδικότερη πρόβλεψη της παρ. 1 του παρόντος.
Καθήκοντα Γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του πολυπληθέστερου Δήμου, κλάδου ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικών Γ ραμματέων με βαθμό τουλάχιστον Γ' που ορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας.
Ως τόπος συνεδρίασης των ανωτέρω συμβουλίων ορίζεται το κατάστημα του πολυπληθέστερου Δήμου.
3.Σε καθέναν από τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης συνιστάται Υπηρεσιακό Συμβούλιο που συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και αποτελείται από:
α. Τρεις (3) δημοτικούς υπαλλήλους που ορίζονται από το Δημοτικό Συμβούλιο σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της περίπτωσης Α' της παραγράφου (1) αυτού του άρθρου.
Εάν τα Δημοτικά Συμβούλια δεν ορίσουν τα μέλη τους μέχρι την 20ή Δεκεμβρίου, αυτά ορίζονται από τον Γ ενικό Γραμματέα της Περιφέρειας.
β. Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων του οικείου Δήμου που εκλέγονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση Β' της παραγράφου (1) αυτού του άρθρου.
γ. Ως τόπος συνεδρίασης ορίζεται το κατάστημα του οικείου Δήμου.
Καθήκοντα Γ ραμματέα εκτελεί υπάλληλος κλάδου ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων του οικείου Δήμου, με βαθμό τουλάχιστον Γ', που προτείνεται από τον Δήμαρχο.
4.Γ ια τα Υπηρεσιακά Συμβούλια των παραγράφων (1),
(2)και (3) του άρθρου αυτού ισχύουν τα ακόλουθα:
α. Τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου ορίζονται ή εκλέγονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του Συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας.
β. Με την απόφαση συγκρότησης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου ορίζεται ο Πρόεδρος και ο αναπληρωτής του μεταξύ των τακτικών μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
γ. Αν μέλος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου κρίνεται για κατάληψη θέσης προϊσταμένου οργανικής μονάδας, η κρίση για αυτόν διενεργείται στην αρχή της συνεδρίασης και δεν μπορεί να συμμετέχει στην κρίση που τον αφορά. Στη συνέχεια επανέρχεται στην αίθουσα, και συνεχίζεται η κρίση και η συζήτηση των λοιπών θεμάτων.
Αν και το αναπληρωματικό μέλος έχει το ίδιο κώλυμα, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη.
δ. Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια του παρόντος άρθρου λειτουργούν και ως Πειθαρχικά Συμβούλια.
ε. Η αποζημίωση των μελών των ανωτέρω Συμβουλίων, καθώς και του Γραμματέα καθορίζεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 17 του ν. 3205/2006 (ΦΕΚ 297 Α'), όπως ισχύει.
Άρθρο 6
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
1.Συνιστάται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει σε δεύτερο βαθμό τις αποφάσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 145 του παρόντος.
2.α.Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και αποτελείται από:
i.έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.,
ii.έναν Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
iii.έναν Γ ενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του ίδιου Υπουργείου,
iv.δύο Γενικούς Διευθυντές Δήμων, με αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές Δήμων, που υποδεικνύονται από την εκτελεστική επιτροπή της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.),
ν. έναν εκπρόσωπο της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α., με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής,
νί. έναν εκπρόσωπο της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α., με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής.
β. Εάν η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., η Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και η Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α. δεν υποδείξουν τους Γενικούς Διευθυντές Δήμων και τους εκπροσώπους, αντιστοίχως, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση του σχετικού εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, τα μέλη αυτά, μαζί με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται με την ανωτέρω απόφαση συγκρότησης.
γ. Τα μέλη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ο γραμματέας του Συμβουλίου μαζί με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται για θητεία δύο ετών, η οποία αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους απαγορεύεται η αντικατάσταση μελών, εκτός εάν συντρέχουν αποδεδειγμένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.
δ. Καθήκοντα Γραμματέα εκτελεί διοικητικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α' του Τμήματος Προσωπικού Ο.Τ.Α. της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Λειτουργίας Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του.
ε. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, αποζημίωση των μελών και του Γραμματέα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ανάλογα με τις συνεδριάσεις που μετέχουν.
3.Για τη διαδικασία ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 143, 144 και 145 του παρόντος Κώδικα.
4.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και κάθε σχετική λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
5.Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια είναι υποχρεωμένα να ενημερώνουν κάθε έξι μήνες το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για την πορεία και την έκβαση των πειθαρχικών υποθέσεων, από την εισαγωγή τους σε αυτά μέχρι την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης.
6.Με απόφαση του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ασκείται πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Συμβουλίου αυτού κατά των μελών Υπηρεσιακών Συμβουλίων που παραβαίνουν τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 126 του παρόντος, καθώς και τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 7
Θητεία Συγκρότηση
1.Τα μέλη κάθε Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με ισάριθμους αναπληρωτές τους, ορίζονται για θητεία δύο (2) ετών, που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με απόφαση του αρμόδιου για τη συγκρότηση οργάνου, που εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.
Η θητεία των μελών των Υπηρεσιακών Συμβουλίων λήγει την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος.
2.Κατά τη διάρκεια της διετίας απαγορεύεται η αντικατάσταση μελών, εκτός αν συντρέχουν αποδεδειγμένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.
3.Με την απόφαση συγκρότησης των Υπηρεσιακών Συμβουλίων ορίζονται οι γραμματείς αυτών με τους αναπληρωτές τους.
4.Εάν η γνώμη της Τ.Ε.Δ.Κ., κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 5, δεν δοθεί εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών αφότου περιέλθει σε αυτήν το σχετικό έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, ο ορισμός των υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. γίνεται από αυτόν.
5.Σε κάθε Υπηρεσιακό Συμβούλιο ο αριθμός των οριζόμενων από την Υπηρεσία μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με το 1/3 των οριζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον στην οικεία υπηρεσία υπηρετεί επαρκής αριθμός υπαλλήλων που συγκεντρώνει τις νόμιμες προϋποθέσεις για ορισμό, και τα μέλη που ορίζονται είναι περισσότερα από ένα (1).
Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραιη μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι ίσο τουλάχιστον με το ήμισυ της μονάδας (άρθρο 6 παρ. 1α του ν. 2839/2000, ΦΕΚ 196 Α').
Άρθρο 8
Λειτουργία
1.Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος των τακτικών μελών.
2.Σε όλα τα Υπηρεσιακά Συμβούλια των Ο.Τ.Α., στο Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο και στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εισηγητές ορίζονται με πράξη των Προέδρων τους μόνο μέλη τους.
3.Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του, προεδρεύει ο κατά βαθμό ανώτερος και, επί ισοβαθμών, ο αρχαιότερος. Σε κάθε περίπτωση τηρείται το προβάδισμα των κατηγοριών.
4.Όλα τα Υπηρεσιακά Συμβούλια βρίσκονται σε απαρτία, όταν είναι παρόντα τρία (3) τουλάχιστον μέλη τους, εκτός από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο και Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που συνεδριάζουν με την παρουσία πέντε τουλάχιστον μελών. Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Εάν σχηματισθούν περισσότερες από δύο
γνώμες, όσοι ακολουθούν την ασθενέστερη, οφείλουν να προσχωρήσουν στη μία από τις επικρατέστερες.
5.Οι πράξεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων διατυπώνονται σε πρακτικά που υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα. Εως την υπογραφή των πρακτικών, μπορεί να χορηγείται στην οικεία υπηρεσία βεβαίωση για τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Βάσει της βεβαιώσεως αυτής μπορεί να γίνονται από τον Ο.Τ.Α. οι απαιτούμενες περαιτέρω ενέργειες για την εκτέλεση των πράξεων των Υπηρεσιακών Συμβουλίων.
Όμοια βεβαίωση μπορεί να χορηγείται και στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, ύστερα από αίτησή τους.
Στα πρακτικά καταχωρίζεται και η γνώμη των τυχόν μειοψηφούντων.
6.Η ψηφοφορία των μελών των Υπηρεσιακών Συμβουλίων γίνεται κατά σειρά αντίστροφη από εκείνη της απόφασης ορισμού τους.
7.Η λειτουργία των Υπηρεσιακών Συμβουλίων διέπεται συμπληρωματικά από τις γενικές διατάξεις για τα συλλογικά όργανα της Διοίκησης, όπως εκάστοτε αυτές ισχύουν.
8.Ο υπάλληλος μπορεί να παρίσταται ενώπιον των Υπηρεσιακών Συμβουλίων που κρίνουν πειθαρχική του υπόθεση αυτοπροσώπως, με συμπαράσταση δικηγόρου ή μόνο δια δικηγόρου.
Άρθρο 9
Υγειονομικές Επιτροπές
1.Οι κατά τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων Υγειονομικές Επιτροπές γνωματεύουν και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. στις περιπτώσεις που απαιτείται γνωμάτευση κατά τις διατάξεις του παρόντος.
2.Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 164, 165, 166 και 167 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως ισχύουν.
Β. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρθρο 10 Οργανισμοί Εσωτερικής Υπηρεσίας Συγκρότηση υπηρεσιών
1.Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας καθορίζονται η εσωτερική διάρθρωση των υπηρεσιών σε Γ ενικές Διευθύνσεις, Διευθύνσεις, Τ μήματα και Αυτοτελή Γραφεία, οι αρμοδιότητες τους και οι θέσεις κατά κατηγορίες και κλάδους προσωπικού. Επίσης, ορίζονται οι κλάδοι ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων των κατά περίπτωση οργανικών μονάδων, ανάλογα με την ειδικότητα του κλάδου και το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων.
2.Με απόφαση του Δημοτικού ή Κοινοτικού ή Διοικητικού Συμβουλίου ψηφίζονται οι Οργανισμοί Εσωτερικής Υπηρεσίας των Δήμων, Κοινοτήτων, Δημοτικών και Κοινοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων και Δήμων και Κοινοτήτων, αντίστοιχα. Η απόφαση εγκρίνεται με πράξη του Γ ενικού Γ ραμματέα Περιφέρειας ύστερα από γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3.Η σύσταση θέσεων προσωπικού με τους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών και με την προϋπόθεση ότι για τη σύσταση κάθε νέας οργανικής θέσης θα πρέπει ο μέσος όρος των τακτικών εσόδων των δύο τελευταίων ετών να είναι διπλάσιος του ποσού στο οποίο ανέρχεται η ετήσια δαπάνη του βασικού μισθού του καταληκτικού κλιμακίου των προτεινόμενων νέων θέσεων πολλαπλασιαζόμενης της δαπάνης αυτής επί δύο.
4.Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, σε Δήμους που έχουν πληθυσμό 50.000 κατοίκους και άνω, καθώς και σε Συνδέσμους με συνολικό πληθυσμό των μελών τους πάνω από 300.000 κατοίκους μπορεί να συσταθεί μία Γ ενική Διεύθυνση. Ειδικά στο Δήμο Αθηναίων μπορεί να συσταθούν μέχρι τρεις Γενικές Διευθύνσεις, για δε τους Δήμους Πειραιώς, Νικαίας, Περιστερίου, Καλλιθέας, Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Ηρακλείου Κρήτης, Πάτρας, Βόλου και Ιωαννίνων, μέχρι δύο Γενικές Διευθύνσεις.
5.Τροποποίηση των Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας των Ο.Τ.Α. γίνεται με την ανωτέρω διαδικασία. Δεν επιτρέπεται η τροποποίηση των Οργανισμών κατά το τελευταίο εξάμηνο της Δημοτικής ή Κοινοτικής περιόδου, με εξαίρεση την περίπτωση ανάθεσης ή μεταβίβασης νέων αρμοδιοτήτων και σε συμμόρφωση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
6.Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, για την κάλυψη αναγκών των Ο.Τ.Α., απαιτείται η πρόσληψη υπαλλήλων κλάδων που δεν προβλέπονται από τις σχετικές ρυθμίσεις, η ονομασία του κλάδου καθορίζεται με βάση τη λειτουργία που θα καλυφθεί και τα σχετικά τυπικά προσόντα.
7.Για την κατάρτιση ή τροποποίηση του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας των Ιδρυμάτων και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου.
8.Νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που συγχωνεύονται σε ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, μπορεί να οργανώνονται σε επίπεδο Διεύθυνσης ή αυτοτελούς Τμήματος ανάλογα με τον αριθμό των υπηρετούντων τακτικών υπαλλήλων. Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που δεν συγχωνεύονται σε ένα Νομικό Πρόσωπο και των οποίων ο αριθμός των υπηρετούντων τακτικών υπαλλήλων είναι μέχρι δέκα (10) μπορεί να οργανώνονται σε επίπεδο αυτοτελούς Γραφείου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Α. ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρο 11
Χρόνος συνδρομής των προϋποθέσεων διορισμού
1.Οι υποψήφιοι υπάλληλοι πρέπει να έχουν τα προσόντα του διορισμού τόσο κατά το χρόνο λήξεως της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο του διορισμού. Το ανώτατο όριο της ηλικίας διορισμού, όπου υπάρχει, πρέπει να συντρέχει κατά το πρώτο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, χρονικό σημείο.
2.Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τα κωλύματα διορισμού.
Άρθρο 12
Ιθαγένεια
1.Ως υπάλληλοι διορίζονται μόνο Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες.
2.Οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπεται να διορίζονται σε θέσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 4 του άρθρου 39 της Συνθ. Ε.Κ., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για αυτούς σε ειδικό νόμο.
3.Ο διορισμός αλλοδαπών πολιτών των κρατών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής ’Ενωσης επιτρέπεται μόνο στις προβλεπόμενες από ειδικούς νόμους περιπτώσεις.
4.Όσοι αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, δεν μπορούν να διορισθούν ως υπάλληλοι πριν από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την απόκτησή της.
Άρθρο 13
Ηλικία διορισμού
1.Το κατώτατο όριο ηλικίας διορισμού, κατά κατηγορία, ορίζεται ως ακολούθως:
Γ ια τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ ορίζεται το 21ο έτος της ηλικίας και για την ΥΕ το 20ό έτος της ηλικίας.
2.Ανώτατα όρια ηλικίας διορισμού όπου απαιτούνται από τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων μπορεί να καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κατά κατηγορίες και κλάδους, ύστερα από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α.
3.Παρεκκλίσεις από το κατώτατο όριο ηλικίας της παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζονται μόνο για εξαιρετικούς υπηρεσιακούς λόγους με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ύστερα από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α..
4.Γ ια τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις παρ. 1 και 2 κατώτατων και ανώτατων ορίων ηλικίας για διορισμό, ως ημέρα γέννησης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου του έτους γέννησης για το κατώτατο όριο και η 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους για το ανώτατο.
5.Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως που έχει συνταχθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από τη γέννηση. Αν δεν υπάρχει τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από τα μητρώα αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο δημοτών (δημοτολόγιο) για τις γυναίκες.
6.Εάν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο μητρώο, επικρατεί η πρώτη εγγραφή.
7.Βεβαίωση της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ουδέποτε λαμβάνεται υπόψη.
8.Διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια ηλικίας διορισμού μικρότερα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 14
Υγεία
1.Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει το διορισμό, εφόσον ο υπάλληλος, με την
κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης.
Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν θίγονται.
2.Η υγεία και η φυσική καταλληλότητα των υποψηφίων υπαλλήλων να ασκήσουν τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία, σε γενικές γραμμές, τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να καταληφθεί.
Άρθρο 15
Μη εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α. όσοι δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή δεν έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές, β. όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως αντιρρησίες συνείδησης και δεν έχουν εκπληρώσει, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, άοπλη θητεία ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία.
Άρθρο 16
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση
1.Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α. όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή ή στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ’ υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, β. οι υπόδικοι που έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για κακούργημα ή για πλημμέλημα της περίπτωσης Α', έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί, γ. όσοι, λόγω καταδίκης, έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή,
δ. όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις.
2.Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος διατάγματος που αίρει τις συνέπειες της ποινής.
Άρθρο 17
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Νομικού Προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει πενταετία από την απόλυση.
Β. ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Άρθρο 18
Τρόπος πλήρωσης θέσεων
1.Οι Ο.Τ.Α. μετά από απόφαση του συλλογικού οργάνου διοίκησης αποφασίζουν για την πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων, μετά από γνώμη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
2.Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας.
3.Η πλήρωση των θέσεων γίνεται από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α. και βάσει σαφώς καθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 1 του παρόντος και όπως ο νόμος ορίζει.
4.Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν κατ’ εξαίρεση διορισμό, χωρίς την τήρηση των διατάξεων της παρ. 3 του παρόντος, ισχύουν.
Άρθρο 19
Αρμόδιο όργανο
1.Η διαδικασία διενέργειας της πρόσληψης από ανεξάρτητη διοικητική αρχή ή σε σύμπραξη με αυτήν γίνεται κατά τις ειδικότερες προβλέψεις της σχετικής νομοθεσίας.
2.Κατά των πράξεων της ανεξάρτητης αρχής επιτρέπεται η άσκηση αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και από τον οικείο Ο.Τ.Α.
Άρθρο 20
Προκήρυξη πλήρωσης θέσεων
1.Κάθε διαδικασία διορισμού προϋποθέτει προηγούμενη προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται υποχρεωτικά σε ειδικό τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Γ ια την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής πληροφόρησης των υποψηφίων, περίληψη της προκήρυξης δημοσιεύεται δια του Τύπου και ανακοινώνεται με άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο για τις προσλήψεις, όπως εκάστοτε αυτός ισχύει.
2.Δεν επιτρέπεται η έκδοση προκήρυξης χωρίς προηγούμενη απόφαση του οικείου Συμβουλίου του Ο.Τ.Α., με την οποία προσδιορίζονται οι κενές προς πλήρωση οργανικές θέσεις κατά κατηγορία και κλάδο, καθώς και βεβαίωση ύπαρξης των σχετικών πιστώσεων.
3.Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν κατ’ εξαίρεση πλήρωση κενής θέσης χωρίς την πρόβλεψη σχετικής προκήρυξης εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 21
Διαδικασία πλήρωσης θέσεων
1.Κενές ή κενούμενες οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού καλύπτονται με προσωπικό που προσλαμβάνεται χωρίς τη διαδικασία έγκρισης της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α'), όπως εκάστοτε ισχύει.
2.Η πρόσληψη του προσωπικού της παρ. 1 του παρόντος γίνεται από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α. με τη διαδικασία και τα κριτήρια του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α'), όπως ισχύει.
Για την πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού εκδίδεται απόφαση του συμβουλίου του οικείου Ο.Τ.Α., με την οποία αποφασίζεται η πραγματοποίηση των προσλήψεων. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει τις συγκεκριμένες κενές οργανικές θέσεις, για τις οποίες προορίζεται το προσωπικό, τον αριθμό των προκηρυσσόμενων θέσεων κατά κατηγορία και κλάδο και τα απαιτούμενα προσόντα. Βάσει της αποφάσεως αυτής εκδίδεται προκήρυξη από το αρμόδιο όργανο.
Με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου συγκροτείται τριμελής επιτροπή, η οποία αποτελείται από έναν (1) Δημοτικό ή Κοινοτικό Σύμβουλο ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή του Συνδέσμου, ως Πρόεδρο, και δύο (2) προϊσταμένους Διευθύνσεων ή Τμημάτων του οικείου Ο.Τ.Α., ως μέλη, και εν ελλείψει αυτών, από άλλους μόνιμους υπαλλήλους του ιδίου Ο.Τ.Α.
Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπάλληλοι του οικείου Ο.Τ.Α., ορίζονται υπάλληλοι από την οικεία Περιφέρεια. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο γραμματέας καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη.
Έργο της Επιτροπής είναι ο έλεγχος των δικαιολογητικών και η κατάρτιση των πινάκων κατάταξης των υποψηφίων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται αποζημίωση για τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα της Επιτροπής.
3.Η προκήρυξη δημοσιεύεται ολόκληρη στο προβλεπόμενο ειδικό τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και αναρτάται στο κατάστημα του οικείου φορέα. Για την ανάρτηση συντάσσεται πρακτικό.
Μετά την παραπάνω δημοσίευση, περίληψη της προκήρυξης δημοσιεύεται σε μία τουλάχιστον τοπική εφημερίδα, εφόσον εκδίδεται, και σε δύο ημερήσιες της έδρας του νομού.
Στην περίληψη αναφέρεται ο αριθμός των θέσεων που προκηρύσσονται κατά κατηγορία και κλάδο, τα απαιτούμενα προσόντα, ο αριθμός του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, που έχει δημοσιευθεί η προκήρυξη, η υπηρεσία στην οποία υποβάλλονται οι αιτήσεις και η προθεσμία υποβολής αιτήσεων, η οποία είναι εικοσαήμερη και αρχίζει από την επόμενη της τελευταίας δημοσίευσης της περίληψης στον τύπο. Η αίτηση συμμετοχής επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης.
Η τελευταία δημοσίευση της περίληψης γίνεται μετά από δέκα (10) ημέρες τουλάχιστον από τη δημοσίευση της προκήρυξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το περιεχόμενο της περίληψης μεταδίδεται, όπου αυτό είναι δυνατόν και από ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
4.Η προκήρυξη αποστέλλεται πριν τη δημοσίευση στο Α.Σ.Ε.Π., το οποίο οφείλει να την ελέγξει από άποψη νομιμότητας εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, από την περιέλευσή της σε αυτό. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των είκοσι (20) ημερών, τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π. Οι σχετικοί πίνακες κατάταξης των υποψηφίων αποστέλλονται στο Α.Σ.Ε.Π., το οποίο ασκεί έλεγχο αυτεπαγγέλτως ή μετά από ένσταση υποψηφίων. Μετά τον έλεγχο ο οικείος φορέας καταρτίζει τους οριστικούς πίνακες κατάταξης, καθώς και τους πίνακες διοριστέων, τους οποίους και αποστέλλει για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.). Η πρόσληψη όμως του προσωπικού μπορεί να γίνεται αμέσως μετά την κατάρτιση των πινάκων κατάταξης των υποψηφίων και πριν τον αυτεπάγγελτο ή κατ’ ένσταση έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. και θα διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο μέχρι την προηγούμενη της δημοσίευσης των ατομικών πράξεων διορισμού των περιλαμβανομένων στον πίνακα διοριστέων. Οι απολυόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται για την απασχόληση τους έως την ημέρα της απόλυσης χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση από την αιτία αυτή. Οι προσληφθέντες που περιλαμβάνονται και στον πίνακα διοριστέων συνεχίζουν να απασχολούνται μέχρι την προηγούμενη της ορκωμοσίας τους, που θα γίνει μετά τη δημοσίευση της πράξης διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πράξη διορισμού των περιλαμβανομένων στον πίνακα διοριστέων, οι οποίοι είχαν προσληφθεί με βάση τον πίνακα κατάταξης θα έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία της αρχικής κατά τα ανωτέρω πρόσληψής τους. Ο χρόνος που διανύουν οι ανωτέρω στους Ο.Τ.Α. μέχρι την ορκωμοσία τους θεωρείται πραγματική δημόσια υπηρεσία.
Άρθρο 22
Υποχρέωση διορισμού
Οι περιλαμβανόμενοι στον πίνακα διοριστέων διορίζονται υποχρεωτικά μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών και το αργότερο μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την έκδοση των πινάκων διοριστέων.
Άρθρο 23
Πράξη διορισμού Δημοσίευση
1.Ο διορισμός εάν δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος ενεργείται με απόφαση:
α. του Δημάρχου, προκειμένου περί δημοτικών υπαλλήλων,
β. του προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου, προκειμένου περί κοινοτικών υπαλλήλων,
γ. του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος, του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και των Συνδέσμων, προκειμένου περί υπαλλήλων Ιδρυμάτων, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Συνδέσμων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
2.Περίληψη της πράξης διορισμού δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με μέριμνα του Γενικού Γ ραμματέα Περιφέρειας, πριν να κοινοποιηθεί στον διοριζόμενο.
Άρθρο 24
Κοινοποίηση διορισμού
1.Ο διορισμός κοινοποιείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες το αργότερο από τη δημοσίευσή του με έγγραφο του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, το οποίο επιδίδεται στον διοριζόμενο ή αποστέλλεται στην κατοικία του με απόδειξη. Το έγγραφο της κοινοποίησης μνημονεύει απαραιτήτως το φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στο οποίο δημοσιεύθηκε η πράξη διορισμού.
2.Με το έγγραφο τάσσεται εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις τριάντα (30) ημέρες προς ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας. Εάν παραλειφθεί ο καθορισμός προθεσμίας, θεωρείται ταχθείσα προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί έως δύο (2) μήνες, μόνο για μία φορά, για εξαιρετικούς λόγους.
3.Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 1, η πράξη διορισμού θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευση, και από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών προς ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας.
Άρθρο 25
Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης
1.Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με το διορισμό και την αποδοχή του.
2.Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.
Άρθρο 26
Ορκωμοσία Ανάληψη Υπηρεσίας Τύπος όρκου
1.Ο όρκος δίδεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη διορισμού ή του οργάνου που ορίζεται στο έγγραφο της κοινοποίησης.
α. Ο όρκος έχει ως εξής:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
β. Ο όρκος των αλλοδαπών έχει ως εξής:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους της και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
γ. Όσοι δηλώνουν ότι δεν πρεσβεύουν καμία θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, παρέχουν, αντί όρκου, την ακόλουθη διαβεβαίωση:
«Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδηση μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
2.Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρωτόκολλο, που χρονολογείται και υπογράφεται από τον ορκιζόμενο και το όργανο ενώπιον του οποίου ορκίζεται. Η ανάληψη καθηκόντων πιστοποιείται με έκθεση, που υπογράφεται από τον προϊστάμενο της οικείας υπηρεσίας και τον υπάλληλο. Η έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της χρονολογίας ανάληψης καθηκόντων.
3.Αν αυτός που διορίσθηκε δεν γίνει δεκτός για ορκωμοσία κατά τη διαδικασία που ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος, θεωρείται για όλες τις συνέπειες ότι ανέλαβε υπηρεσία μετά την παρέλευση τριών
(3)μηνών από τη δημοσίευση της πράξεως διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ο όρκος δίδεται ενώπιον του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Σε περίπτωση άρνησης καταβολής των αποδοχών από τον εκπροσωπούντα τον οικείο Ο.Τ.Α., αυτές καταβάλλονται με εντολή του Προϊσταμένου της Οικονομικής Υπηρεσίας του οικείου οργανισμού ή του Προϊσταμένου της οικείας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α.
4.Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των υπαλλήλων αποτελεί η χρονολογία δημοσίευσης στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξεως διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της πράξεως διορισμού, διαφορετικά η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.
Άρθρο 27
Ανάκληση διορισμού
1.Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχθηκε το διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς, ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
2.Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίσθηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 12 και 16 του παρόντος Κώδικα.
3.Ο υπάλληλος του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την προηγούμενη παράγραφο υπέχει τις ευθύνες των υπαλλήλων Ο.Τ.Α. για το χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντα του, και οι πράξεις του είναι έγκυρες.
4.Οι διατάξεις της παρ. 2 του παρόντος για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
Άρθρο 28
Αναδιορισμός
1.Ο υπάλληλος που απολύθηκε, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, αναδιορίζεται μέσα σε μία (1) πενταετία από την απόλυση εφόσον:
α. είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία,
β. υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση,
γ. έχει όλα τα τυπικά προσόντα, εκτός από την ηλικία, που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά το χρόνο του αναδιορισμού.
2.Ο υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην Επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.
3.Γ ια τον αναδιορισμό αποφασίζει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται με το βαθμό που έφερε κατά το χρόνο της απόλυσής του. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κατά το χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, συνιστάται προσωποπαγής θέση με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενούται στον οικείο κλάδο και βαθμό.
4.Οι διατάξεις των άρθρων 23 έως και 27 του παρόντος που αναφέρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
Άρθρο 29
Βαθμός διοριζόμενου
1.Ο διοριζόμενος εισέρχεται στην υπηρεσία με τον εισαγωγικό βαθμό που προβλέπεται στον οικείο κλάδο.
2.Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται ο διορισμός, σε βαθμό ανώτερο του εισαγωγικού, προσώπων τα οποία έχουν αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 30
Προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου
1.Το προσωπικό μητρώο συγκροτείται μετά το διορισμό του υπαλλήλου και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
2.Ειδικότερα, το προσωπικό μητρώο περιλαμβάνει:
α. Τα στοιχεία της ταυτότητας του υπαλλήλου, τα στοιχεία συζύγου και των παιδιών του, καθώς και τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 37. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται από τον υπάλληλο με υπεύθυνη δήλωση που υποβάλλει στην υπηρεσία του κατά το διορισμό του. Με τον ίδιο τρόπο δηλώνεται υποχρεωτικά κάθε ουσιώδης μεταβολή των στοιχείων αυτών.
β. Τους τίτλους σπουδών ή άλλα τυπικά προσόντα.
γ. Αποφάσεις, έγγραφα ή άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεσιακή γενικά κατάσταση και δραστηριότητα του υπαλλήλου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων.
δ. Κάθε άλλο στοιχείο που ο υπάλληλος καταθέτει ο ίδιος στην υπηρεσία του ζητώντας να συμπεριληφθεί στο προσωπικό του μητρώο, εφόσον σχετίζεται με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είναι πρόσφορο για την αξιολόγησή του.
Κάθε υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση του προσωπικού μητρώου του.
3.Η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να τηρεί, να φυλάσσει και να ενημερώνει το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Η παράλειψη των υπόχρεων για εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου συνιστά το παράπτωμα της περίπτωσης στ' της παρ. 1 του άρθρου 111 του παρόντος.
4.Το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου τίθεται υπόψη του υπηρεσιακού συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλου οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια υπηρεσιακών κρίσεων.
5.Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσης του προσωπικού μητρώου, ο χρόνος περιοδικής καταστροφής των εκθέσεων αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων, η μετά από αίτηση του υπαλλήλου αφαίρεση στοιχείων, καθώς και η σχετική διαδικασία, όπως και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Α. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 31
Πίστη στο Σύνταγμα
Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του Κράτους, υπηρετεί το Λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
Άρθρο 32
Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών
1.Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.
2.Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν από την εκτέλεση, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
3.Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή. Όταν σε διαταγή, η οποία προδήλως αντίκειται σε διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων, διατυπώνονται επείγοντες και εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος ή όταν, ύστερα από άρνηση υπακοής σε πρώτη διαταγή, που προδήλως αντίκειται σε τέτοιες διατάξεις, ακολουθήσει δεύτερη διαταγή που εκθέτει επείγοντες και εξαιρετικούς λόγους γενικότερου συμφέροντος, ο υπάλληλος οφείλει να εκτελέσει τη διαταγή και να αναφέρει συγχρόνως στην προϊσταμένη αρχή εκείνου που τον διέταξε. Αν η διαταγή προέρχεται από αιρετό μονοπρόσωπο όργανο, η αναφορά υποβάλλεται στον οικείο Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας.
4.Αν ο υπάλληλος έχει αντίθετη γνώμη για εντελλόμενη ενέργεια, για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρησή του, οφείλει να τη διατυπώσει εγγράφως, για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Εάν παραλείπει την προσυπογραφή ή θεώρηση, θεωρείται ότι προσυπέγραψε ή θεώρησε.
5.Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρμοδιότητά τους και εκδίδονται με την υπογραφή του προϊσταμένου τους. Αν διαφωνούν, οφείλουν να διατυπώσουν εγγράφως τις τυχόν αντιρρήσεις τους. Αν παραλείψουν να προσυπογράψουν το έγγραφο, θεωρείται ότι το προσυπέγραψαν.
6.Ο υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη σύνταξη, με κάθε μέσο, εγγράφου για θέμα της αρμοδιότητας του, εφόσον διαταχθεί προς τούτο από οποιονδήποτε από τους προϊσταμένους του. Αν διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου, εφαρμόζεται η παρ. 4 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 33
Εχεμύθεια
1.Ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για θέματα που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα από τις κείμενες διατάξεις. Οφείλει επίσης να τηρεί εχεμύθεια σε κάθε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.
2.Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν αντιτάσσεται στις περιπτώσεις που προβλέπεται δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών εγγράφων. Μαρτυρία ή πραγματογνωμοσύνη για θέματα απόρρητα επιτρέπεται μόνο με άδεια του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας.
Άρθρο 34
Συμπεριφορά υπαλλήλου
1.Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται εντός και εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπο ευπρεπή, ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης.
2.Ο υπάλληλος οφείλει κατά την άσκηση των καθηκόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους διοικούμενους και να τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.
3.Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να ασκεί διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών, εξαιτίας των πολιτικών, των φιλοσοφικών ή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.
Άρθρο 35
Καθήκοντα υπαλλήλου
1.Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου για τον οποίο προσλήφθηκε.
2.Σε περιπτώσεις επιτακτικής και επείγουσας υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο συναφή καθήκοντα άλλου κλάδου. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με τον κλάδο ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση.
3.Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάθεση επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μηνών με αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου για διορισμό οργάνου. Παράταση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος έως έξι (6) μήνες ακόμη επιτρέπεται μετά από αιτιολογημένη απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Άρθρο 36
Ώρες εργασίας και ημέρες αργίας
1.Ο υπάλληλος οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά τον καθορισμένο χρόνο και πέραν αυτού ή και σε μη εργάσιμες ημέρες, εφόσον εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το απαιτούν. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον υπάλληλο αποζημίωση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
2.Οι ημέρες εργασίας ορίζονται σε πέντε, από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή, χωρίς μείωση του κατά περίπτωση ισχύοντος ή εφαρμοζόμενου συνολικού αριθμού ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, επιφυλασσομένων των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.
3.Με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, μετά από πρόταση των οικείων Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων ή της οικείας διοίκησης των Δημοτικών και Κοινοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων, Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων μπορεί οποτεδήποτε:
α. να καθιερώνονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή πενθήμερης εργασίας κατά υπηρεσία, κλάδο και αριθμό υπαλλήλων, χρόνο ή περιοχή, εφόσον επιβάλλεται λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της υπηρεσίας ή εργασίας, και
β. να καθορίζεται η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας για ορισμένες υπηρεσίες κλάδου, ή αριθμό υπαλλήλων από την Τρίτη μέχρι και το Σάββατο, εφόσον τούτο επιβάλλεται λόγω της φύσεως της λειτουργίας ή εργασίας τους, καθιερουμένης ως μη εργάσιμης ημέρας της Δευτέρας.
4.Οι κατά εβδομάδα ώρες εργασίας ορίζονται σε τριάντα επτά και μισή (37 1/2).
5.Το καθημερινό ωράριο εργασίας ορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας.
6.Οι καθημερινές ώρες εργασίας είναι συνεχείς, μπορεί δε κατ’ εξαίρεση να ορίζονται διακεκομμένες με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, μετά από πρόταση των οικείων συμβουλίων ή διοικήσεων της παραγράφου 3 του παρόντος, κάθε φορά που αυτό επιβάλλεται λόγω ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της υπηρεσίας ή εργασίας. Επίσης μπορεί να καθιερωθεί το καθημερινό ωράριο εργασίας σε βάρδιες και κατά τις νυχτερινές ώρες, όταν αυτό επιβάλλεται από τις συνθήκες λειτουργίας ή το είδος και τη μορφή της υπηρεσίας ή εργασίας. Με την ίδια ως άνω διαδικασία και εφόσον το επιβάλλουν οι συνθήκες λειτουργίας ή το είδος ή η μορφή της υπηρεσίας ή εργασίας, μπορεί να ορίζεται για όλο ή μέρος του προσωπικού ότι θα απασχολείται κατά τις Κυριακές και ημέρες αργίας.
7.Ειδικές διατάξεις, αναφερόμενες στον καθορισμό του κατά εβδομάδα ή κατά ημέρα χρόνου εργασίας κατηγοριών προσωπικού, εξακολουθούν να ισχύουν.
8.Σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, με απόφαση των οργάνων της παρ. 3, μπορεί να ορίζονται κατά υπηρεσία, κλάδο, ειδικότητα και αριθμό υπαλλήλων, χρόνο ή περιοχή οι περιπτώσεις απασχόλησης προσωπικού κατά το Σάββατο ή τη Δευτέρα, εφόσον αυτό επιβάλλεται λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας ή του είδους και της μορφής της υπηρεσίας ή εργασίας. Το κατά τα ανωτέρω απασχολούμενο το Σάββατο ή τη Δευτέρα προσωπικό, καθώς και η υποχρεωτικά παρεχόμενη σε αυτό αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης καθορίζονται με απόφαση των ανωτέρω οργάνων.
9.Κατά την ημέρα της ανάπαυσης, ο εργαζόμενος οφείλει να απασχοληθεί λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, μη δυναμένης να αναβληθεί. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται, ως ημέρα ανάπαυσης, άλλη εργάσιμη ημέρα εντός της προσεχούς εβδομάδας, καθοριζόμενη από την υπηρεσία. Κατά την ημέρα της ανάπαυσης δεν επιτρέπεται απασχόληση υπό μορφήν υπερωριακής ή άλλης μορφής πρόσθετης εργασίας, εκτός εάν πρόκειται για συμπλήρωση βάρδιας.
10.Το Σάββατο ή η Δευτέρα, κατά περίπτωση, δεν θεωρούνται ημέρες αργίας (εξαιρέσιμες) και δεν καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία προσαυξήσεις.
11.Ημέρες αργίας και ημιαργίας είναι αυτές των Δημοσίων Υπηρεσιών.
Άρθρο 37
Περιουσιακή κατάσταση
1.Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως, κατά το διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου, του ή της συζύγου και των παιδιών του, εφόσον συνοικούν με αυτόν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μεταβολή της. Οι υπάλληλοι, εντός τριών (3) μηνών από την τέλεση γάμου, υποχρεούνται να δηλώσουν την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων τους. Οποιαδήποτε αγορά κινητών σημαντικής αξίας ή ακινήτων, από τον υπάλληλο ή τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, αιτιολογείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Αν για την αγορά αυτή ο υπάλληλος επικαλείται οικονομική ενίσχυση προσώπων άλλων από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, οφείλει να δηλώσει και την περιουσιακή κατάσταση αυτών.
2.Κάθε δύο (2) χρόνια η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να ζητεί από τους υπαλλήλους να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή ή μη της περιουσιακής τους κατάστασης.
3.Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, το αρμόδιο για διορισμό όργανο προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή πειθαρχική δίωξη αυτού.
4.Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορισθούν δικαιολογητικά, τα οποία πρέπει να αναγράφονται ή να συνοδεύουν τις δηλώσεις. Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω δηλώσεις αποτελούν υποχρεωτικά αντικείμενο επεξεργασίας και διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική μορφή στη Γ ενική Γ ραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων τηρεί ειδικό μητρώο υπόχρεων και μεριμνά για τη μηχανογραφική επεξεργασία των δηλώσεων και την κατοχύρωση του απόρρητου χαρακτήρα των στοιχείων που περιέχονται σε αυτές.
5.Ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης ε' της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α') και της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3491/2006 (ΦΕΚ 207 Α'), διενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου είτε μετά από καταγγελία, από υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.
6.Η υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, είναι ανεξάρτητη από την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Β. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 38
Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή
1.Απαγορεύεται η άσκηση στους υπαλλήλους ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή.
2.Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση με αμοιβή έργου ή εργασίας που συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του, κατόπιν αποφάσεως του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου, η οποία μπορεί να ανακληθεί με τον ίδιο τρόπο. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία.
3.Απαγορεύεται στον υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
4.Ειδικές απαγορευτικές διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 39
Συμμετοχή σε εταιρείες
1.Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των Σωματείων και των Κοινωφελών Ιδρυμάτων.
2.Απαγορεύεται ο υπάλληλος να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιωρισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία, ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανωνύμου εταιρείας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να μετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας ή γεωργικού συνεταιρισμού με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου. Η άδεια χορηγείται με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου.
3.Απαγορεύεται η απόκτηση από υπάλληλο, σύζυγο αυτού ή ανήλικα τέκνα του μετοχών ανωνύμων εταιρειών που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο του Ο.Τ.Α. Ο υπάλληλος που κατά το διορισμό ο ίδιος, ο ή η σύζυγός του ή τα ανήλικα τέκνα του κατέχουν μετοχές ανωνύμων εταιρειών οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου ή τις αποκτά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, λόγω κληρονομιάς, υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του, και εντός ενός έτους είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη μετάταξή του σε άλλον Ο.Τ.Α. Η μετάταξη είναι υποχρεωτική και διενεργείται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 74 του παρόντος. Κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών ή την ολοκλήρωση της μετάταξης του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο κώλυμα συμφέροντος του άρθρου 43 του παρόντος.
4.Διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που αναφέρονται σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου και θεσπίζουν πρόσθετους περιορισμούς για τους υπαλλήλους.
5.Επιτρέπεται η συμμετοχή υπαλλήλων με την υπηρεσιακή τους ιδιότητα στη διοίκηση δημοτικών και κοινοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων σε Συνεταιρισμούς ή στη Διοίκηση Ανωνύμων Εταιρειών ή Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, οι οποίες ελέγχονται από το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τους Ο.Τ.Α. και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις, όταν τούτο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Γ. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΕΡΓΑ Ή ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Άρθρο 40
Έργα ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα
Απαγορεύεται στους υπαλλήλους η άσκηση έργων ασυμβίβαστων, κατά τις κείμενες διατάξεις, με το βουλευτικό αξίωμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 5 του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 41
Δικηγορική ιδιότητα
Η ιδιότητα του υπαλλήλου Ο.Τ.Α. είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά.
Άρθρο 42
Κατοχή δεύτερης θέσης
1.Απαγορεύεται ο διορισμός υπαλλήλου, με οποιαδήποτε σχέση, σε δεύτερη θέση: α. Δημοσίων Υπηρεσιών, β. Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, γ. Δήμων, Κοινοτήτων, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου αυτών και Ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων, δ. Δημοσίων Επιχειρήσεων, Δημοσίων Οργανισμών και Δημοτικών ή Κοινοτικών Επιχειρήσεων, ε. Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή που το κράτος κατέχει το 51% τουλάχιστον του μετοχικού τους κεφαλαίου και στ. Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, που ανήκουν στα υπό στοιχεία β', γ', δ' και ε' Νομικά Πρόσωπα ή επιχορηγούνται από αυτά τακτικώς, κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ή κατά τα οικεία καταστατικά ή που τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα κατέχουν το 51% τουλάχιστον του μετοχικού τους κεφαλαίου.
2.Διατάξεις ειδικών νόμων που επιτρέπουν το διορισμό σε δεύτερη θέση, εξακολουθούν να ισχύουν.
3.Υπάλληλος που κατά παράβαση των διατάξεων των παραπάνω παραγράφων διορίζεται σε δεύτερη θέση και αποδέχεται το διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτείται αυτοδικαίως από την πρώτη θέση.
Δ. ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 43
Κώλυμα συμφέροντος
1.Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, εάν ο ίδιος ή σύζυγός του ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας έχει πρόδηλο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης.
2.Η παράβαση της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί λόγο ακυρώσεως της σχετικής διοικητικής πράξης.
3.Υπάλληλοι που είναι σύζυγοι ή συγγενείς μεταξύ τους έως και τον τρίτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δεν επιτρέπεται να είναι μέλη του ίδιου συλλογικού οργάνου.
4.Ο υπάλληλος υποχρεούται να ζητήσει την εξαίρεσή του από κάθε ενέργεια των παρ. 1 και 3 του παρόντος άρθρου, όταν ο ίδιος έχει κώλυμα. Σε αντίθετη περίπτωση υπέχει πειθαρχική ευθύνη.
Ε. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 44
Αστική ευθύνη
1.Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Ο.Τ.Α. στον οποίο υπηρετεί για κάθε θετική ζημιά την οποία προξένησε σε αυτόν από δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε ο Ο.Τ.Α. σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Δεν θεωρείται ότι συντρέχει περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας όταν ο υπάλληλος εκτελεί αποφάσεις των οικείων συλλογικών οργάνων, οι οποίες έχουν κριθεί νόμιμες από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του.
Ο υπάλληλος δεν θεωρείται υπόλογος κατά την έννοια του άρθρου 25 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α') όπως ισχύει, και σε βάρος του επιτρέπεται καταλογισμός μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια.
2.Σε περίπτωση δόλου του υπαλλήλου, αυτός παραπέμπεται υποχρεωτικώς από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση βαριάς αμέλειας, αν ο υπάλληλος παραπεμφθεί, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει σε αυτόν μέρος μόνο της ζημιάς που επήλθε στον Ο.Τ.Α. ή της αποζημίωσης που ο τελευταίος υποχρεώθηκε να καταβάλει.
3.Αν περισσότεροι υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία στον Ο.Τ.Α., ευθύνονται εις ολόκληρον, κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου.
4.Η αξίωση του Ο.Τ.Α. για αποζημίωση κατά των υπαλλήλων του στις περιπτώσεις της παρ. 1 παραγράφεται σε πέντε (5) έτη. Στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, η πενταετία αρχίζει, αφότου έλαβε γνώση της ζημιάς, και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου, αφότου ο Ο.Τ.Α. κατέβαλε την αποζημίωση.
5.Η αστική ευθύνη των υπολόγων διέπεται από τις ειδικές διατάξεις.
6.Ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Α. ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΜΙΣΘΟΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 45
Δοκιμαστική υπηρεσία Μονιμοποίηση
1.Οι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν.
2.Οι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. που διορίζονται σε οργανικές θέσεις διανύουν δύο (2) έτη δοκιμαστικής υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας απολύονται για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους μόνο μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Οι δόκιμοι υπάλληλοι, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας τους, παρακολουθούν προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης που οργανώνονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 54 του παρόντος.
4.Με τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας οι υπάλληλοι μονιμοποιούνται αυτοδικαίως, με εξαίρεση τους υπαλλήλους σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή έχει εκδοθεί πόρισμα επί ένορκης διοικητικής εξέτασης, καθώς και τους υπαλλήλους των οποίων τα ουσιαστικά προσόντα βαθμολογούνται στην έκθεση αξιολόγησης με βαθμό μικρότερο του πέντε. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις για τη μονιμοποίηση ή μη αποφαίνεται το υπηρεσιακό συμβούλιο εντός δύο (2) μηνών από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας. Γ ια τη μονιμοποίηση ή μη εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για το διορισμό.
5.Κατά της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου για την απόλυση δοκίμου υπαλλήλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και κατά της αποφάσεως περί μη μονιμοποίησής του σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου αυτού, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
6.Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) δεν διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία.
7.Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν δοκιμαστική υπηρεσία μεγαλύτερης διάρκειας εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 46
Δικαίωμα Αξίωση μισθού
1.Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό. Ο μισθός καθορίζεται σε μηνιαία βάση και έχει σκοπό την αξιοπρεπή διαβίωση του υπαλλήλου.
2.Ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπενθημέρου.
3.Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης.
4.Η αξίωση του υπαλλήλου για το μισθό αρχίζει από την ανάληψη υπηρεσίας και παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας που προβλέπουν αποδοχές μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης.
5.Προκειμένου περί υπαλλήλου, ο οποίος επανέρχεται από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της αργίας στα καθήκοντά του, η αξίωση για πλήρη μισθό αρχίζει από την επανάληψη των καθηκόντων του.
Άρθρο 47
Πότε δεν οφείλεται μισθός
1.Δεν οφείλεται μισθός όταν ο υπάλληλος, από υπαιτιότητά του, δεν παρέσχε υπηρεσία καθόλου ή εν μέρει.
2.Η ανάλογη περικοπή του μισθού στις περιπτώσεις της παρ. 1 ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να ενημερώσει ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προσωπικού ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος. Κατά της πράξεως αυτής, η οποία κοινοποιείται με απόδειξη στον υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η άσκηση της προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται οριστικώς.
3.Σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας απολύσεως του υπαλλήλου λόγω ανίατης ασθένειας, καταβάλλεται ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας έως τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, όχι όμως πέρα από έξι (6) μήνες από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας ή της διαθεσιμότητας.
Άρθρο 48
Αποδοχές Υπερωριακή εργασία Επιδόματα
1.Ο μισθός, τα πάσης φύσεως επιδόματα και παροχές είναι τα εκάστοτε παρεχόμενα στους δημοσίους υπαλλήλους αντίστοιχων κατηγοριών και κλάδων.
2.Η καθιέρωση υπερωριακής εργασίας γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, με τους όρους και τους περιορισμούς που ισχύουν κάθε φορά για τους δημοσίους υπαλλήλους και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 49 του παρόντος.
Η ωριαία αμοιβή είναι ίση προς την εκάστοτε καταβαλλόμενη στους δημοσίους υπαλλήλους.
3.Η καθιέρωση εργασίας με αμοιβή πέρα από το κανονικό ωράριο ή κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες ή τις νυκτερινές ώρες, κατά την κείμενη νομοθεσία, επιτρέπεται μόνο για την αντιμετώπιση έκτακτων εποχικών ή όλως απρόβλεπτων υπηρεσιακών αναγκών, καθώς και για την εξυπηρέτηση των αναγκών των υπηρεσιών που λειτουργούν σε 24ωρη βάση ή όλες τις ημέρες του μήνα.
Άρθρο 49
Αποζημίωση υπαλλήλων οι οποίοι εκτελούν πρόσθετη υπηρεσία
1.Υπάλληλοι των Δήμων και Κοινοτήτων οι οποίοι εκτός από τα καθήκοντα της θέσης τους και πέραν του υποχρεωτικού ωραρίου εργασίας εκτελούν και την υπηρεσία των Ληξιαρχείων των Δήμων και των Κοινοτήτων ή την υπηρεσία των Κοινοτήτων, των Ιδρυμάτων, των Δημοτικών και Κοινοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Συνδέσμων Ο.Τ.Α., που στερούνται τακτικού προσωπικού του διοικητικού κλάδου, δικαιούνται αποζημίωση ανάλογη με τις ώρες απασχόλησής τους.
2.Ειδικά στις Κοινότητες στις οποίες η μοναδική θέση Γραμματέα είναι κενή, επιτρέπεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, να ανατεθούν προσωρινά σε μόνιμο διοικητικό υπάλληλο παραπλήσιου Ο.Τ.Α. τα καθήκοντα του Γραμματέα της Κοινότητας.
Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να γίνει ανάθεση καθηκόντων, κατά τα ανωτέρω, επιτρέπεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κοινοτικού Συμβουλίου, να ανατεθούν προσωρινά καθήκοντα σε δημόσιο υπάλληλο ή σε υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ.
3.Οι ώρες απασχόλησης κατά μήνα καθορίζονται ανάλογα με τον πληθυσμό του οικείου Ο.Τ.Α., κατά ανώτατο όριο μέχρι (50) πενήντα, με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ωριαία αμοιβή είναι ίση με εκείνη που καταβάλλεται στους δημοσίους υπαλλήλους.
4.Οι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α., οι οποίοι τηρούν και συντάσσουν τα πρακτικά συνεδριάσεων του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου ή Συμβουλίου Δημοτικού Διαμερίσματος ή Τοπικού Συμβουλίου, καθώς και των Συμβουλίων των Συνδέσμων, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ιδρυμάτων των Ο.Τ.Α., πέρα από το υποχρεωτικό ωράριο εργασίας τους, δικαιούνται αποζημίωση. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το ανώτατο όριο των ωρών της απασχόλησης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο της παραγράφου αυτής.
5.Η υπερωριακή απασχόληση που καθορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού είναι καθ’ υπέρβαση των λοιπών ωρών υπερωριακής απασχόλησης.
6.Για καθεμία από τις Υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό επιτρέπεται η απασχόληση ενός μόνο υπαλλήλου. Δεν επιτρέπεται να ανατίθενται στον ίδιο υπάλληλο περισσότερες της μίας υπηρεσίας.
Άρθρο 50
Αποζημίωση Εισπρακτόρων λόγω απασχόλησης εκτός έδρας ή γραφείου
1.Σε τακτικούς δημοτικούς και κοινοτικούς Εισπράκτορες και σε υπαλλήλους Ο.Τ.Α., που έχουν ορισθεί ως Εισπράκτορες με απόφαση του αρμόδιου για διορισμό οργάνου και μετακινούνται εκτός έδρας ή του γραφείου τους για εκτέλεση υπηρεσίας, αντί οδοιπορικών εξόδων και ημερήσιας εκτός έδρας αποζημίωσης καταβάλλεται αποζημίωση που καθορίζεται σε ποσοστό 2% μέχρι 4% για τα εκτός έδρας και 1 % για τα εκτός γραφείου επί των Δημοτικών και Κοινοτικών εσόδων που εισπράττονται με ειδικούς χρηματικούς καταλόγους.
2.Το ύψος του ποσοστού της αποζημίωσης καθορίζεται από το οικείο Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο. Για τους υπαλλήλους που απασχολούνται με την είσπραξη εσόδων σε περισσοτέρους Ο.Τ.Α., το ύψος του ποσοστού της αποζημίωσης καθορίζεται από τον προϊστάμενο της οικείας Δ.Ο.Υ.
3.Η ετήσια αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του 1/3 του ετήσιου βασικού μισθού του δικαιούχου.
4.Η εκκαθάριση της αποζημίωσης ενεργείται με βάση πίνακα που θεωρείται από τον προϊστάμενο της οικείας Δ.Ο.Υ. ή της Ειδικής Ταμειακής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου, στον οποίο φαίνεται το ύψος των εκτός έδρας ή γραφείου εισπράξεων. Ως έδρα θεωρείται αυτή του ταμείου ή του Δήμου όπου υπηρετούν.
Άρθρο 51
Όροι υγιεινής και ασφάλειας
1.Οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στη διασφάλιση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας τους.
2.Για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας του χώρου εργασίας των υπαλλήλων και για τον έλεγχο τήρησης
τους ισχύουν οι ειδικές διατάξεις.
Β. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άρθρο 52
Ελευθερία της έκφρασης
1.Η ελευθερία της έκφρασης των πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως και των επιστημονικών απόψεων και της υπηρεσιακής κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, αποτελεί δικαίωμα των υπαλλήλων και τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους. Δεν επιτρέπονται διακρίσεις των υπαλλήλων λόγω των πεποιθήσεων ή των απόψεών τους ή της κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής.
2.Η συμμετοχή των υπαλλήλων στην πολιτική ζωή της Χώρας επιτρέπεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 53
Συνδικαλιστική ελευθερία και δικαίωμα απεργίας
1.Η συνδικαλιστική ελευθερία και η ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων διασφαλίζονται στους υπαλλήλους.
2.Οι υπάλληλοι μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
3.Η απεργία αποτελεί δικαίωμα των υπαλλήλων και ασκείται από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους και ως εκδήλωση αλληλεγγύης προς άλλους εργαζομένους για τους αυτούς σκοπούς. Το δικαίωμα της απεργίας ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου που το ρυθμίζει.
4.Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να διαπραγματεύονται με τις αρμόδιες αρχές για τους όρους, την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας των μελών τους.
Γ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Άρθρο 54
Υπηρεσιακή εκπαίδευση
1.Η υπηρεσιακή εκπαίδευση είναι δικαίωμα του υπαλλήλου. Η εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης, επιμόρφωσης, μετεκπαίδευσης και προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Τα προγράμματα εκτελούνται στην Ελλάδα, ιδίως στο πλαίσιο του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.), ή στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν.
2.Η εισαγωγική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, τόσο για την υπηρεσία όσο και για τον υπάλληλο. Γίνεται κατά την πρώτη διετία από το διορισμό του υπαλλήλου και έχει ως σκοπό την εξοικείωση του υπαλλήλου με τα αντικείμενα της υπηρεσίας του και τα καθήκοντά του ως υπαλλήλου Ο.Τ.Α. γενικότερα. Οι αρμόδιες υπηρεσίες υποχρεούνται να φροντίζουν για την πρόβλεψη των αναγκαίων πιστώσεων στον οικείο προϋπολογισμό. Υπάλληλος δεν προάγεται στον επόμενο του εισαγωγικού βαθμό, εάν δεν έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την εισαγωγική εκπαίδευση. Ευθύς ως ο υπάλληλος ολοκληρώσει την εισαγωγική εκπαίδευση, η προαγωγή διενεργείται αναδρομικώς με όλες τις συνέπειες.
3.Η υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την επιμόρφωση των υπαλλήλων της σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τον κλάδο, την ειδικότητα και το βαθμό τους. Η επιμόρφωση μπορεί να είναι γενική ή να έχει τη μορφή εξειδίκευσης σε αντικείμενα της υπηρεσίας του υπαλλήλου. Η συμμετοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα επιμόρφωσης μπορεί να ορίζεται και ως υποχρεωτική.
4.Η μετεκπαίδευση έχει ως σκοπό την απόκτηση από τον υπάλληλο των ειδικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του. Γίνεται σε φορείς δημόσιους ή ιδιωτικούς, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ιδίως σε Πανεπιστήμια, T.E.I, και στο Ε.Κ.Δ.Δ.Α. Η μετεκπαίδευση μπορεί να ορίζεται και ως υποχρεωτική.
5.Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών που εκτελούνται σε αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια του εσωτερικού ή του εξωτερικού είτε αυτοτελώς είτε σε σύμπραξη με T.E.I. Ως προγράμματα ή κύκλοι μεταπτυχιακών σπουδών νοούνται όσα καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την ανώτατη εκπαίδευση.
Δ. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Άρθρο 55
Δικαίωμα κανονικής άδειας
1.Οι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές, δύο (2) μήνες μετά το διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής υπηρεσίας.
2.Οι υπάλληλοι, μετά τη συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής υπηρεσίας, δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε (5) εργάσιμων ημερών, και σε είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες, αν ακολουθούν εβδομάδα έξι (6) εργασίμων ημερών.
Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών, προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας, αντίστοιχα.
3.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να προσαυξάνεται έως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν σε παραμεθόριες περιοχές.
4.Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε όσους έχουν κατά τις κείμενες διατάξεις διακοπές εργασίας. Οι υπάλληλοι αυτοί μπορούν, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να λαμβάνουν κανονική άδεια με αποδοχές έως δέκα (10) εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος.
5.Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προσαυξάνεται η κανονική άδεια των υπαλλήλων που απασχολούνται σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές εργασίες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο αριθμός των ημερών προσαύξησης της κανονικής άδειας.
6.Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν δικαίωμα κανονικής άδειας μεγαλύτερης διάρκειας, για συγκεκριμένες κατηγορίες προσωπικού, εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 56
Χορήγηση κανονικής άδειας
1.Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από τη 15η Μαΐου έως την 31η Οκτωβρίου. Σε υπηρεσίες που, κατά την περίοδο αυτή, βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε 24ωρη βάση χορηγούνται υποχρεωτικά τουλάχιστον δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την κανονική άδεια, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
2.Η υπηρεσία στην οποία ανήκει ο υπάλληλος χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν, μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους, την κανονική άδεια που δικαιούται, και αν ακόμη δεν τη ζητήσει.
3.Επιτρέπεται να μη χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπισθούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, ύστερα από απόφαση του αρμοδίου για τη χορήγηση οργάνου.
4.Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος.
Ε. ΑΔΕΙΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΩΝ
Άρθρο 57
Δικαίωμα ειδικής άδειας
1.Οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα άδειας απουσίας με αποδοχές πέντε (5) εργασίμων ημερών σε περίπτωση γάμου και τριών (3) εργασίμων ημερών σε περίπτωση θανάτου συζύγου τους ή συγγενούς τους έως και Β' βαθμού. Επίσης δικαιούνται, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεως ειδική άδεια με αποδοχές διάρκειας μίας (1) έως τριών (3) ημερών, κατά περίπτωση, για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ή για τη συμμετοχή σε δίκη ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου. Στην περίπτωση συμμετοχής υπαλλήλου σε δίκη ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ο υπάλληλος υποχρεούται, μετά την επιστροφή του στην υπηρεσία από την ως άνω άδεια που έλαβε, να προσκομίσει βεβαίωση συμμετοχής στη δίκη από την αρμόδια γραμματεία του δικαστηρίου.
2.Υπάλληλοι που πάσχουν ή έχουν σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας, δικαιούνται ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες το χρόνο. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται τα νοσήματα του προηγούμενου εδαφίου.
3.Η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται και σε υπαλλήλους που έχουν τέκνα που πάσχουν από βαριά νοητική υστέρηση ή σύνδρομο Down.
4.Υπάλληλοι με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω δικαιούνται από την υπηρεσία, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές έξι (6) εργασίμων ημερών επιπλέον της κανονικής τους άδειας.
5.Υπάλληλος ο οποίος ανταποκρίνεται σε πρόσκληση από υπηρεσία αιμοληψίας για κάλυψη έκτακτης ανάγκης, καθώς και υπάλληλος ο οποίος μετέχει σε οργανωμένη αιμοληψία, δικαιούται ειδική άδεια απουσίας, με πλήρεις αποδοχές, δύο (2) ημερών.
6.Υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας δικαιούται μηχανογραφική άδεια, με πλήρεις αποδοχές, μίας (1) ημέρας ανά δίμηνο. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέσα στο δίμηνο το οποίο αφορά. Εφόσον η άδεια αυτή δεν εξαντληθεί στο διάστημα αυτό, δεν μεταφέρεται ούτε καταβάλλεται αποζημίωση στον υπάλληλο.
7.Λοιπές άδειες που προβλέπονται από κείμενες ειδικές διατάξεις διατηρούνται.
Άρθρο 58
Άδειες χωρίς αποδοχές
1.Επιτρέπεται η χορήγηση στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας χωρίς αποδοχές, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον έναν (1) μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους.
2.Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας χωρίς αποδοχές, συνολικής διάρκειας έως δύο (2) ετών, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους.
3.Υπάλληλος του οποίου σύζυγος υπηρετεί στο εξωτερικό σε ελληνική υπηρεσία του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα ή σε υπηρεσία ή φορέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει και η Ελλάδα, δικαιούται να λάβει άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι έξι (6) έτη συνεχώς ή και τμηματικά, εφόσον έχει συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία.
4.Στον υπάλληλο που αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου άδεια χωρίς αποδοχές μέχρι πέντε (5) έτη, η οποία μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία για μία ακόμη πενταετία. Αν ο υπάλληλος δεν εμφανισθεί να αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την υπηρεσία.
5.Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας μόνο στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος.
6.Κατά τη διάρκεια της άδειας της παρ. 4 του άρθρου αυτού ο υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλλει τις νόμιμες κρατήσεις για κύρια και επικουρική ασφάλιση και στα ταμεία πρόνοιας, οι οποίες αντιστοιχούν στο μισθό της υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά.
Άρθρο 59
Άδειες μητρότητας
1.Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση απόκτησης τέκνου πέραν του τρίτου, η μετά τον τοκετό άδεια προσαυξάνεται κάθε φορά κατά δύο (2) μήνες. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού.
2.Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί αρχικά, η άδεια που είχε χορηγηθεί παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλισθεί συνολικός χρόνος άδειας πέντε (5) μηνών.
3.Σε κυοφορούσες υπαλλήλους που έχουν ανάγκη ειδικής θεραπείας, μετά την εξάντληση της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται κανονική άδεια κυοφορίας με αποδοχές, μετά από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και του διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής ή τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.
4.Στις υπαλλήλους που υιοθετούν τέκνο χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές εντός του πρώτου εξαμήνου μετά την περαίωση της διαδικασίας της υιοθεσίας, εφόσον το υιοθετημένο τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. Ένας μήνας από την άδεια αυτή μπορεί να καλύπτει απουσία της υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας διάστημα.
5.Επιδόματα λόγω τοκετού που καταβλήθηκαν στην υπάλληλο λόγω υποχρεωτικής ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, εκπίπτονται από τις αποδοχές που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, εφόσον η ασφάλιση θεμελιώνεται και σε συνεισφορά του Ο.Τ.Α.
Άρθρο 60
Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις
1.Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 58 του παρόντος άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών.
Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση γέννησης τρίτου (3ου) παιδιού και άνω.
2.Ο χρόνος εργασίας του γονέα υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα εφόσον έχει τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών.
Ο γονέας υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει
χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου.
Γ ια το γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου ή η άδεια του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνονται κατά έξι (6) μήνες ή έναν (1) μήνα αντίστοιχα.
Στην περίπτωση γέννησης 4ου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη.
3.Αν και οι δύο γονείς είναι υπάλληλοι, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου ή της άδειας ανατροφής, εκτός αν με την ανωτέρω κοινή τους δήλωση καθορίσουν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της προηγούμενης παραγράφου.
Αν η σύζυγος του υπαλλήλου ή ο σύζυγος της υπαλλήλου εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον δικαιούται όμοιες, ολικώς ή μερικώς, διευκολύνσεις, ο σύζυγος ή η σύζυγος υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2, κατά το μέρος που η σύζυγος αυτού ή ο σύζυγος αυτής δεν κάνει χρήση των δικών της ή των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παραγράφου 2.
Αν η σύζυγος του υπαλλήλου δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο σύζυγος δεν δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου
2,εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ανίκανη να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο υπάλληλος.
4.Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 του παρόντος, ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 του άρθρου αυτού για το ίδιο διάστημα.
5.Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια.
6.Οι υπηρεσίες υποχρεούνται να διευκολύνουν τους υπαλλήλους που έχουν τέκνα τα οποία παρακολουθούν μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για να επισκέπτονται το σχολείο των παιδιών τους, με σκοπό την παρακολούθηση της σχολικής τους επίδοσης.
7.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και καθορίζεται το ανώτατο όριο ημερών απουσίας.
ΣΤ. ΑΝΑΡΡΩΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ
Άρθρο 61
Δικαίωμα αναρρωτικής άδειας
1.Στον υπάλληλο που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
2.Σε περίπτωση ατυχήματος κατά την εκτέλεση και εξαιτίας της υπηρεσίας καθώς και λόγω επαγγελματικής ασθένειας, το προσωπικό που απασχολείται στους χώρους υγιεινομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ), στους σταθμούς μεταφόρτωσης απορριμμάτων, σε εργοστάσια μηχανικής ανακύκλωσης, στις υπηρεσίες καθαριότητας, στους χώρους νεκροταφείων, στην αποχέτευση καθώς και στα συνεργεία συντήρησης απορριμματοφόρων οχημάτων δικαιούται αναρρωτική άδεια με αποδοχές, ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
3.Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθένειας που προηγήθηκαν της άδειας.
4.Στον υπάλληλο που πάσχει από δυσίατο νόσημα χορηγείται αναρρωτική άδεια της οποίας η διάρκεια είναι διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων παραγράφων.
5.Τα δυσίατα νοσήματα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας.
Άρθρο 62
Χορήγηση αναρρωτικής άδειας
1.Η αναρρωτική άδεια χορηγείται ανά τρίμηνο ή, σε περίπτωση δυσίατων νοσημάτων, ανά εξάμηνο, κατ’ ανώτατο όριο, ύστερα από γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9.
2.Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται: α) με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου ή γνωμάτευση θεράποντος ιατρού έως δύο (2) ημέρες κάθε φορά και όχι περισσότερες από τέσσερις (4) ημέρες κατ’ έτος, β) με γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού έως τρεις (3) ημέρες κάθε φορά και όχι περισσότερες από έξι (6) ημέρες κατ’ έτος, γ) με γνωμάτευση του διευθυντή κλινικής δημόσιου νοσοκομείου έως πέντε (5) ημέρες κάθε φορά και όχι πέραν των δέκα (10) ημερών κατ’ έτος.
Το σύνολο των βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών των περ. (α), (β) και (γ) που χορηγούνται, χωρίς γνωμάτευση υγειονομικής επιτροπής, δεν υπερβαίνει αθροιστικά τις δέκα (10) ημέρες το χρόνο.
3.Σε περίπτωση βραχυχρόνιας αναρρωτικής άδειας πριν ή μετά από αργία ή ανάμεσα σε δύο (2) αργίες, ο υπάλληλος παραπέμπεται υποχρεωτικά για εξέταση στην οικεία υγειονομική επιτροπή.
Στις ίδιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναρρωτικής άδειας με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου.
4.Ο υπάλληλος υποχρεούται να δεχθεί την επίσκεψη του ελεγκτή ιατρού.
5.Η αποστολή ιατρού για έλεγχο υπαλλήλου, που κάνει χρήση βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών κατ’ επανάληψη, είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία.
6.α. Ο έλεγχος των κατ’ οίκον ασθενούντων υπαλλήλων ανατίθεται σε ιατρούς των Ο.Τ.Α. που υπηρετούν με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, ειδικότητας Παθολογίας ή Γ ενικής Ιατρικής, και ασκείται όταν δοθεί η εντολή από το αρμόδιο όργανο του οικείου Ο.Τ.Α.
β. Σε περίπτωση που δεν υπηρετεί στον οικείο Ο.Τ.Α. ιατρός με τις ανωτέρω ειδικότητες, καθήκοντα ελεγκτή ιατρού μπορούν να ανατεθούν σε ιατρό ειδικότητας Παθολογίας ή Γενικής Ιατρικής, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή σύμβαση μίσθωσης έργου.
γ. Στους ελεγκτές ιατρούς της περίπτωσης Α' της παραγράφου αυτής χορηγείται εφάπαξ μηνιαίο ποσό εξόδων κίνησης, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.
Άρθρο 63
Διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας
1.Ο υπάλληλος που κωλύεται να προσέλθει στην εργασία του λόγω ασθενείας ενημερώνει την Υπηρεσία για την αδυναμία αυτή την ίδια ημέρα.
2.Η υπηρεσία χορηγεί την αναρρωτική άδεια ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου. Η αίτηση για αναρρωτική άδεια υποβάλλεται εντός επτά (7) ημερών από την απουσία του υπαλλήλου λόγω ασθένειας. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, που δεν οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, γίνεται ανάλογη περικοπή της αναρρωτικής άδειας με ευθύνη του οργάνου που είναι αρμόδιο για την έκδοση της απόφασης χορήγησής της. Η υπηρεσία σε όλως ειδικές περιπτώσεις μπορεί να κινεί τη διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας αυτεπαγγέλτως.
3.Αναρρωτική άδεια πέραν των δέκα (10) ημερών κατ’ έτος χορηγείται ύστερα από γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με εξαίρεση την περίπτωση που η άδεια χορηγείται βάσει γνωμάτευσης του διευθυντή κλινικής δημόσιου νοσοκομείου και εφόσον πρόκειται για νοσηλεία επτά (7) ημερών τουλάχιστον, ή κατόπιν χειρουργικής επέμβασης. Ειδικά για τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας για επαγγελματική ασθένεια ανεξαρτήτως του χρόνου διάρκειας αυτής, απαιτείται για τη χορήγηση της γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής.
4.Άδεια διάρκειας πέραν του ενός (1) μηνός για ψυχική νόσο δεν χορηγείται αν δεν έχει προηγηθεί νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο. Παράταση της ή χορήγηση νέας άδειας, εφόσον υπερβαίνει, συνολικώς ή τμηματικώς, τον έναν (1) μήνα, μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, χορηγείται ύστερα από αναλυτική έκθεση θεράποντος ιατρού και έκθεση εξέτασης λειτουργικότητας του ασθενούς, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα όργανα που δικαιούνται να προβαίνουν σε εξέταση λειτουργικότητας του ασθενούς, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
5.Το αρμόδιο για τη χορήγηση της αναρρωτικής άδειας όργανο είτε χορηγεί ολόκληρη την άδεια που προτείνει η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή ή, εάν κρίνει τη γνωμάτευση της ως αναιτιολόγητη, παραπέμπει τον ενδιαφερόμενο για εξέταση στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της γνωμάτευσης της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, να ζητήσει με ένσταση του νέα εξέταση από την οικεία δευτεροβάθμια επιτροπή, είτε όταν η πρωτοβάθμια έχει απορρίψει εξ ολοκλήρου ή εγκρίνει λιγότερο από το ήμισυ της αναρρωτικής άδειας. Η αναρρωτική άδεια που προτείνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, χορηγείται υποχρεωτικά.
6.Δικαίωμα ένστασης ενώπιον της πρωτοβάθμιας ή της ειδικής υγειονομικής επιτροπής έχουν η υπηρεσία και ο υπάλληλος για την κατ’ εξαίρεση χορήγηση άδειας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού.
7.Η αίτηση υπαλλήλου για παράταση αναρρωτικής άδειας υποβάλλεται το αργότερο μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του χρόνου της άδειας που του έχει χορηγηθεί.
8.Ύστερααπό κάθε εξέταση καθώς και μετά τη λήξη του ανωτάτου χρονικού ορίου αναρρωτικής άδειας οι υγειονομικές επιτροπές γνωμοδοτούν εάν η νόσος είναι ιάσιμη ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση και αφού η γνωμάτευση γίνει οριστική, ο υπάλληλος απολύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 157. Το αρμόδιο προς διορισμό όργανο μπορεί να παραπέμπει και αυτεπαγγέλτως υπαλλήλους στις δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές για απόλυσή τους, εάν κρίνει ότι δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, και πριν χορηγηθεί αναρρωτική άδεια ή μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας.
9.Κατά της γνωμοδότησης αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής για απαλλαγή από την υπηρεσία λόγω ασθένειας, δικαιούται ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει προσφυγή σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της υγειονομικής επιτροπής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του άρθρου 166 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α'). Στην ίδια επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή ο υπάλληλος κατά της γνωμάτευσης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε ικανός για ανάληψη υπηρεσίας.
10.Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζεται για ιατρική εξέταση, εφόσον το ζητήσει η επιτροπή. Αν δεν παρουσιασθεί, δεν χορηγείται αναρρωτική άδεια.
11.Ο υπάλληλος ο οποίος βρίσκεται δικαιολογημένα εκτός της έδρας του υποχρεούται, αμέσως μόλις ασθενήσει, να υποβάλει αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας στην πλησιέστερη υγειονομική επιτροπή. Αν η υγειονομική επιτροπή δεν εξετάσει για οποιονδήποτε λόγο τον υπάλληλο έως ότου επανέλθει στην έδρα του, υποχρεούται να διαβιβάσει την αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά στην υγειονομική επιτροπή της έδρας του υπαλλήλου.
12.Αν η αρμόδια υγειονομική επιτροπή κρίνει ότι για τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας είναι αναγκαία η παρακολούθηση του υπαλλήλου για ορισμένο διάστημα σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η άδεια δεν χορηγείται χωρίς την παρακολούθηση αυτή.
13.Τυχόν γνωμάτευση δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής για τη μη χορήγηση, εν όλω ή εν μέρει, άδειας δεν επιφέρει συνέπειες σε βάρος του υπαλλήλου, εφόσον η άδεια αυτή έχει ήδη διανυθεί βάσει γνωμάτευσης πρωτοβάθμιας επιτροπής, εκτός εάν για τη χορήγηση της διαπιστώνεται βαριά αμέλεια ή δόλος του υπαλλήλου.
Άρθρο 64
Υγειονομική περίθαλψη Έξοδα κηδείας
1.Οι υπάλληλοι και τα μέλη της οικογένειας τους έχουν δικαίωμα σε υγειονομική περίθαλψη, που περιλαμβάνει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.
2.Η νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη παρέχεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά από το Ταμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Υ.Δ.Κ.Υ.).
3.Δικαιώματα που υφίστανται για την επιλογή φορέα ασφάλισης κατά της ασθένειας, δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, με την υποχρέωση του οικείου Ο.Τ.Α. να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη.
4.Οι Ο.Τ.Α. έχουν υποχρέωση να καταβάλουν τα έξοδα κηδείας των υπαλλήλων, των συζύγων και των τέκνων τους, εφόσον αυτά προστατεύονται και συντηρούνται από αυτούς. Από τα έξοδα αυτά εκπίπτεται κάθε ποσό που καταβάλλεται, βάσει των κειμένων διατάξεων, για την ίδια αιτία από ασφαλιστικό οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο φορέα.
5.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται το ύψος και ο τρόπος καταβολής των εξόδων κηδείας, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Ζ. ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ
Άρθρο 65
Άδειες υπηρεσιακής εκπαίδευσης
1.Για τη συμμετοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα μετεκπαίδευσης και προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, ο υπάλληλος δικαιούται να ζητήσει άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης. Άδεια δεν χορηγείται αν ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου που απομένει μετά το πέρας της άδειας είναι μικρότερος από το τετραπλάσιο της χρονικής διάρκειας της άδειας. Επίσης η ανωτέρω άδεια δεν χορηγείται αν ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει τη δοκιμαστική υπηρεσία.
2.Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης χορηγείται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο των Ο.Τ.Α., ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου και μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 1 και συνεκτιμά τη συνάφεια της μετεκπαίδευσης ή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης με το αντικείμενο της υπηρεσίας του, την υπηρεσιακή επίδοση και τις γνώσεις του υπαλλήλου. Ειδικά, προκειμένου περί εκπαιδευτικής άδειας στο εξωτερικό, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί ο υπάλληλος.
3.Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά εάν ο υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Υποτροφία από άλλο ίδρυμα ή οργανισμό ημεδαπό, διεθνή ή αλλοδαπό ή αλλοδαπή κυβέρνηση για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση σχετιζόμενη με το αντικείμενο της υπηρεσίας του υπαλλήλου συνεκτιμάται για τη χορήγηση της άδειας. Η άρνηση χορήγησης της άδειας πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς.
4.Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν μπορεί να
υπερβεί τη διετία. Σε περίπτωση φοίτησης σε προγράμματα ή κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών διάρκειας δύο (2) ετών ή εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία (3) ή τα τέσσερα (4) χρόνια αντίστοιχα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του υπαλλήλου δεν μπορεί να χορηγηθεί σε αυτόν άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης πέρα των πέντε (5) ετών.
5.Ο υπάλληλος στον οποίο χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης, λαμβάνει τις αποδοχές του. Στους υπαλλήλους που χορηγείται άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο εσωτερικό, παρέχονται αποδοχές αυξημένες κατά 20%. Αν η εκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται εκτός της περιοχής του Δήμου όπου εδρεύει η υπηρεσία του υπαλλήλου, μπορεί να ορίζεται προσαύξηση έως 40%, με απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Σε υπαλλήλους στους οποίους χορηγείται άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό, παρέχονται αποδοχές αυξημένες στο διπλάσιο. Η προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά το μέρος που καλύπτεται από υποτροφία ή άλλου είδους χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση που τυχόν χορηγείται στον υπάλληλο στο εσωτερικό ή το εξωτερικό. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης οδοιπορικά έξοδα μετάβασης και επιστροφής.
6.Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης μπορεί να ανακαλείται για εξαιρετικούς λόγους που αφορούν στην υπηρεσία ή για λόγους που ανάγονται στην επίδοση του υπαλλήλου πριν από την πάροδο του χρόνου λήξεως αυτής με πράξη του αρμόδιου για τη χορήγηση της οργάνου, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη και ειδικώς αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
7.Μετά το τέλος της άδειας εκπαίδευσης ο υπάλληλος υποχρεούται να υπηρετήσει στον οικείο Ο.Τ.Α. για χρονικό διάστημα ίσο με το τριπλάσιο του χρόνου της άδειας. Σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει τις αποδοχές που έλαβε κατά το χρόνο της άδειας, ο οποίος δεν υπολογίζεται στην περίπτωση αυτή ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
8.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζονται οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων κατά τη διάρκεια της άδειας του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 66
Άδειες για επιμορφωτικούς ή επιστημονικούς λόγους
1.Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας χορηγούνται υποχρεωτικά, μετά από αίτηση τους, σε υπαλλήλους που μετέχουν σε διαγωνισμούς για να λάβουν υποτροφία ή να εισαχθούν στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) ή για να επιλεγούν για φοίτηση σε κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών, σε αντικείμενα που ενδιαφέρουν την υπηρεσία.
2.Όμοιες άδειες μπορεί να χορηγούνται για συμμετοχή σε συνέδρια, συνδιασκέψεις, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται συμφέρουσα για την υπηρεσία.
3.Οι άδειες των προηγούμενων παραγράφων χορηγούνται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο του Ο.Τ.Α., μετά από γνώμη του άμεσου προϊσταμένου του υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο το χρόνο κατά τον οποίο ο υπάλληλος μετέχει στο διαγωνισμό ή τις λοιπές δραστηριότητες. Στο χρόνο αυτόν προστίθενται οι ημέρες που είναι αναγκαίες για τη μετάβαση και την επιστροφή του υπαλλήλου.
Άρθρο 67
Άδειες εξετάσεων
1.Στους υπαλλήλους που είναι μαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές, προπτυχιακοί ή μεταπτυχιακοί, σε σχολεία και ιδρύματα και των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης, χορηγείται άδεια εξετάσεων με αποδοχές.
2.Η άδεια εξετάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες κάθε έτος και χορηγείται συνεχώς ή τμηματικώς κατά την εξεταστική περίοδο που ζητεί ο ενδιαφερόμενος. Οι άδειες εξετάσεων χορηγούνται για το χρόνο φοίτησης και μέχρι δύο (2) το πολύ εξάμηνα μετά τη λήξη του, εφόσον ο υπάλληλος εξακολουθεί να φοιτά. Για κάθε ημέρα εξετάσεων χορηγείται άδεια δύο (2) ημερών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
Άρθρο 68
Έπαινος Μετάλλιο
1.Για πράξεις εξαιρετικές κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, που δεν επιβάλλονται από τα καθήκοντα τους, καθώς και για την κοινωνική τους δράση, μπορεί να απονέμονται στους υπαλλήλους οι ακόλουθες κατά περίπτωση ηθικές αμοιβές:
α) έπαινος
β) μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα.
2.Το σχήμα, οι διαστάσεις και οι παραστάσεις που αποτυπώνονται στο μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων και ο τύπος και το περιεχόμενο του διπλώματος, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Άρθρο 69
Τρόπος απονομής ηθικών αμοιβών Δημοσιοποίηση απονομής
1.Ο έπαινος απονέμεται με απόφαση του αρμόδιου Γ ενικού Γ ραμματέα Περιφέρειας, μετά από σύμφωνη και ειδικά αιτιολογημένη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
2.Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων απονέμεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Η πράξη απονομής ηθικής αμοιβής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η ηθική αμοιβή του μεταλλίου ανακοινώνεται με εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης σε όλους τους Ο.Τ.Α. της Χώρας.
Η ηθική αμοιβή του επαίνου ανακοινώνεται σε όλες τις υπηρεσίες του οικείου Ο.Τ.Α. από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο.
Άρθρο 70
Ευαρέσκεια
1.Στους υπαλλήλους που αποχωρούν μετά από τριακονταετή τουλάχιστον ευδόκιμη παραμονή, μπορεί να απονεμηθεί η ευαρέσκεια της υπηρεσίας.
2.Η ευαρέσκεια απονέμεται με την πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσης και περιλαμβάνεται στο κείμενο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 71
Βράβευση προτάσεων ή μελετών
1.Σε υπαλλήλους οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία συντάσσουν και υποβάλλουν αξιόλογη πρωτότυπη πρόταση ή μελέτη, που αφορά είτε στα αντικείμενα αρμοδιότητας της υπηρεσίας τους είτε στην καλύτερη οργάνωση ή τη βελτίωση της αποδοτικότητας της υπηρεσίας, παρέχονται χρηματικά βραβεία.
2.Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται τα όργανα, η διαδικασία αξιολόγησης και βράβευσης των προτάσεων ή μελετών, ο τρόπος αξιοποίησής τους, το ύψος των χρηματικών βραβείων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
3.Το χρηματικό βραβείο παρέχεται στον δικαιούχο και μετά την αποχώρηση του από την υπηρεσία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ
Άρθρο 72
Τοποθέτηση Μετακίνηση
1.Ο υπάλληλος, μετά το διορισμό του, τοποθετείται με απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου.
2.Οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων που έχουν κριθεί από το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο τοποθετούνται με απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου, εντός δύο (2) μηνών από την επιλογή τους από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο ανάλογα με τα προσόντα, την εμπειρία και την ειδίκευση που διαθέτουν.
Η μη τοποθέτησή τους εντός της ανωτέρω προθεσμίας συνιστά σοβαρή παράβαση καθήκοντος του αρμοδίου οργάνου, η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α') όπως ισχύει.
3.Μετακίνηση υπαλλήλου από μία οργανική μονάδα σε άλλη του ιδίου Ο.Τ.Α. πραγματοποιείται με απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου.
4.Μετακίνηση προϊσταμένου οργανικής μονάδας γίνεται, σύμφωνα με την παρ. 3 του παρόντος, μόνο σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας αντίστοιχου επιπέδου.
Άρθρο 73
Απόσπαση
1.Αν υπάρχει έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη, μπορεί να αποσπασθεί έως ένα (1) έτος υπάλληλος Δήμου ή Κοινότητας σε Δημοτικό ή Κοινοτικό Ιδρυμα ή Δημοτικό ή Κοινοτικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του ίδιου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή σε Σύνδεσμο στον οποίο συμμετέχει ο Δήμος ή η Κοινότητα από τον οποίο γίνεται η απόσπαση και αντίστροφα, καθώς και μεταξύ δημοτικού ή κοινοτικού ιδρύματος και δημοτικού ή κοινοτικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του ιδίου δήμου ή της κοινότητας. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής ή του Κοινοτικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής ή του Διοικητικού Συμβουλίου κατά περίπτωση. Η απόσπαση μπορεί να παρατείνεται με την ίδια διαδικασία για ένα (1) ακόμη έτος.
2.Είναι δυνατή, μετά από σχετική αίτηση, η απόσπαση υπαλλήλων Δήμου ή Κοινότητας προς κοινωφελή επιχείρηση του για δύο (2) έτη, που μπορούν να παραταθούν για ισόχρονο διάστημα, εφόσον η σχετική ανάγκη αιτιολογείται επαρκώς. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του δημάρχου ή του προέδρου της Κοινότητας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης.
Οι αποδοχές των αποσπασμένων υπαλλήλων καταβάλλονται από την επιχείρηση προς την οποία γίνεται η απόσπαση.
3.Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε άλλον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αίτηση του υπαλλήλου, για συνυπηρέτηση με σύζυγο δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' ή Β' βαθμού, με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. υποδοχής. Η απόσπαση γίνεται για ένα (1) έτος και μπορεί να παραταθεί για ένα (1) ακόμη.
4.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και των Τ.Ε.Δ.Κ. και του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, επιτρέπεται απόσπαση υπαλλήλων Ο.Τ.Α. στην Κεντρική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και στην Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.), για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) έτη, το οποίο μπορεί να παραταθεί για δύο (2) ακόμη έτη. Η απόφαση για την απόσπαση εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου που αποσπάται.
5.Επίσης επιτρέπεται απόσπαση υπαλλήλων Ο.Τ.Α. σε υπηρεσίες υπουργείων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και Ο.Τ.Α. Β' βαθμού, για την αντιμετώπιση σοβαρών και επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών προσωρινού χαρακτήρα, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων.
Απόσπαση για προσωπικούς λόγους είναι δυνατή κατ’ εξαίρεση και εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.
Η διάρκεια αποσπάσεως της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη συνολικά. Με αίτηση του υπαλλήλου, η απόσπαση μπορεί να παρατείνεται για ένα (1) ακόμη έτος.
6.Η απόσπαση παύει αυτοδικαίως όταν εξαντληθεί το χρονικό όριο της απόσπασης. Ο υπάλληλος με τη λήξη της απόσπασης επανέρχεται υποχρεωτικά στη θέση του, χωρίς άλλη διατύπωση.
7.Απαγορεύεται η απόσπαση υπαλλήλου που έχει επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας. Σε περίπτωση που ο αποσπασμένος υπάλληλος επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας, επέρχεται αυτοδίκαιη παύση της απόσπασης από την τοποθέτησή του ως προϊσταμένου.
8.Η απόσπαση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, πριν από τη λήξη των χρονικών ορίων του παρόντος άρθρου, για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία.
9.Ο αποσπασμένος υπάλληλος που συμπλήρωσε τα κατά περίπτωση χρονικά όρια δεν επιτρέπεται να αποσπασθεί, πριν να παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης απόσπασης. Γ ια εξαιρετικούς λόγους επιτρέπεται απόσπαση ή παράταση αυτής, μέχρι τεσσάρων
(4)μηνών, και πριν από την πάροδο της τριετίας.
10.Επιτρέπεται η απόσπαση σε γραφεία βουλευτών ή Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τις ισχύουσες ειδικές διατάξεις, με την επιφύλαξη της περίπτωσης Β' της παρ. 14 του παρόντος.
11.Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για την απόσπαση εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου από το οποίο ζητείται η απόσπαση.
12.Ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται με απόσπαση στους ανωτέρω φορείς λογίζεται, για όλες τις συνέπειες, ως συνεχής πραγματική υπηρεσία των υπαλλήλων στην οργανική τους θέση.
13.Οι αποδοχές του υπαλλήλου που αποσπάσθηκε, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουν το φορέα στον οποίο έγινε η απόσπαση.
14.Απαγορεύεται η απόσπαση υπαλλήλου:
α) εάν πρόκειται περί του μοναδικού υπαλλήλου που υπηρετεί στον οικείο κλάδο,
β) πριν παρέλθει διετία από το διορισμό του,
γ) στην περίπτωση που υποχρεούται να υπηρετήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα στον Ο.Τ.Α. όπου διορίσθηκε.
15.Ειδικές διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 74
Μετάταξη από Ο.Τ.Α. σε Ο.Τ.Α.
1.Επιτρέπεται η μετάταξη υπαλλήλου Ο.Τ.Α. σε άλλον Ο.Τ.Α. Η μετάταξη ενεργείται με αίτηση του υπαλλήλου σε αντίστοιχη κενή οργανική θέση.
2.Η απόφαση για τη μετάταξη εκδίδεται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο του Ο.Τ.Α. υποδοχής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. της οργανικής θέσης και των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3.Με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων επιτρέπεται και η αμοιβαία μετάταξη. Στην περίπτωση αυτή οι υπό των μετατασσομένων κατεχόμενες θέσεις λογίζονται κενές.
4.Δεν επιτρέπεται η μετάταξη υπαλλήλου στην περίπτωση που υποχρεούται να υπηρετήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο Ο.Τ.Α., βάσει ειδικής διατάξεως.
5.Οι υπάλληλοι δεν μετατάσσονται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας.
6.Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 2, μετάταξη πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος στην περίπτωση της αμοιβαίας μετάταξης και για σοβαρούς προσωπικούς λόγους.
7.Δεν επιτρέπεται μετάταξη αν πρόκειται για τον μοναδικό υπάλληλο του κλάδου του.
Άρθρο 75
Μετάταξη από κλάδο σε κλάδο της ίδιας κατηγορίας
1.Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου, ύστερα από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
2.Ο μετατασσόμενος πρέπει να κατέχει τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο στον οποίο μετατάσσεται.
3.Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον κλάδο στον οποίο μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.
Άρθρο 76
Μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας
1.Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας, του ίδιου Ο.Τ.Α., επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και ύστερα από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Ο μετατασσόμενος πρέπει να κατέχει τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο στον οποίο μετατάσσεται.
2.Υπάλληλος που είχε τον απαιτούμενο για διορισμό σε ανώτερη κατηγορία τίτλο σπουδών κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διορισμού του δεν επιτρέπεται να μεταταγεί σε θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας πριν από τη συμπλήρωση οκταετίας από το διορισμό του.
3.Ο υπάλληλος μετατάσσεται με το βαθμό που κατέχει. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.
4.Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι για μετάταξη, προηγούνται αυτοί που κατέχουν τον προβλεπόμενο τίτλο σπουδών και ακολουθούν οι υποψήφιοι που κατέχουν τίτλο σπουδών που προβλέπεται ως επικουρικό προσόν διορισμού.
5.Μετά την ανωτέρω μετάταξη, είναι δυνατή η ένταξη κατά τις διατάξεις του άρθρου 102 του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 77
Μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας με εμπειρία
1.Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται ρητώς ότι για το διορισμό σε συγκεκριμένη κατηγορία αντί του οικείου τίτλου σπουδών αρκεί συγκεκριμένη εμπειρία ή αντί του οικείου τίτλου σπουδών αρκεί τίτλος σπουδών άλλης ειδικότητας και ορισμένη ειδίκευση ή εμπειρία στην ειδικότητα της θέσης, τα προσόντα αυτά ισχύουν και για την κάλυψη των θέσεων με μετάταξη κατά τις κείμενες διατάξεις.
2.Για τις μετατάξεις αυτές, ως χρόνος με ανώτερα τυπικά προσόντα θεωρείται αυτός που έχει διανυθεί με την εμπειρία.
Άρθρο 78
Μετάταξη σε υπηρεσίες παραμεθορίων
1.Κενές θέσεις δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Α' και Β' βαθμού των παραμεθόριων περιοχών είναι δυνατόν να καλύπτονται με μετάταξη υπαλλήλων Ο.Τ.Α. που διαθέτουν τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία μετατάσσονται. Η μετάταξη αυτή διενεργείται σε κλάδο ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε, χωρίς γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων, με κοινή απόφαση του Υπουργού
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών.
Γ ια τη μετάταξη σε Ο.Τ.Α. παραμεθορίου περιοχής, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου υποδοχής, καθώς και γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου προέλευσης.
Σε περίπτωση που η μετάταξη διενεργείται από Ο.Τ.Α. σε Ο.Τ.Α. Α' ή Β' βαθμού, η απόφαση της μετάταξης εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
2.Παραμεθόριες περιοχές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι οριζόμενες στο άρθρο 9 παρ. 22 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α') και στις κατ’ εξουσιοδότηση του αυτού άρθρου εκδιδόμενες κοινές υπουργικές αποφάσεις. Οι διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α') έχουν εφαρμογή και για τις μετατάξεις του παρόντος άρθρου.
3.Στους μετατασσόμενους σε παραμεθόριες περιοχές, κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρέχονται όλα τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία οικονομικά ή άλλα υπηρεσιακά κίνητρα, καθώς επίσης και τα εκάστοτε προβλεπόμενα έξοδα μετάθεσης που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον προϋπολογισμό εξόδων της υπηρεσίας στην οποία μετατάσσεται ο υπάλληλος.
4.Υπάλληλοι οι οποίοι μετατάσσονται σε υπηρεσία παραμεθόριας περιοχής κατ’ εφαρμογή του παρόντος υποχρεούνται να παραμείνουν στην υπηρεσία τοποθέτησης τους για μία τουλάχιστον δεκαετία. Κάθε πράξη που συνεπάγεται απόσπαση ή μετάταξη πριν από τη συμπλήρωση της δεκαετούς υποχρεωτικής παραμονής στην υπηρεσία όπου μετατάχθηκαν είναι αυτοδικαίως άκυρη με μόνη εξαίρεση την απόσπαση υπαλλήλων για το χρόνο της φοίτησης τους στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στην Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.).
5.Για τον μετατασσόμενο σε παραμεθόριο περιοχή κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο οποίος αποκτά μετά τη μετάταξη του την πολυτεκνική ιδιότητα, ο χρόνος υποχρεωτικής παραμονής μειώνεται από δέκα (10) σε έξι (6) χρόνια.
Δεν επιτρέπεται μετάταξη αν πρόκειται για τον μοναδικό υπάλληλο του κλάδου του.
Άρθρο 79
Διαδικασία μετατάξεων Πράξη μετάταξης
1.Δεν επιτρέπεται μετάταξη υπαλλήλου πριν από τη συμπλήρωση δύο (2) ετών από το διορισμό του.
2.Σε περίπτωση υποβολής περισσοτέρων αιτήσεων για μετάταξη στην ίδια θέση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7577 του παρόντος, το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη την απόδοση των υπαλλήλων, το χρόνο συνολικής υπηρεσίας στο βαθμό και τον κλάδο, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου.
3.Θέσεις για τις οποίες εκδόθηκε προκήρυξη πλήρωσής τους με διορισμό δεν καλύπτονται με μετάταξη.
4.Η μετάταξη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου και περίληψη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5.Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν μετατάξεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις των άρθρων 74 έως και 78 του παρόντος, διατηρούνται σε ισχύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΛΑΔΟΙ ΠΡΟΣΟΝΤΑ
Άρθρο 80
Κατάταξη θέσεων σε κατηγορίες
Οι θέσεις του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
α. Κατηγορία θέσεων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ),
β. Κατηγορία θέσεων Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ),
γ. Κατηγορία θέσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ),
δ. Κατηγορία θέσεων Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ).
Άρθρο 81 Διάκριση προσωπικού
Το κατά το προηγούμενο άρθρο προσωπικό διακρίνεται σε: α. Διοικητικό, β. Τεχνικό, γ. Υγειονομικό, δ. Γεωπονικό και ε. Εκπαιδευτικό.
Άρθρο 82
Θέσεις κατά κατηγορία Τυπικά προσόντα
1.Θέσεις της κατηγορίας ΥΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή ισοδύναμης κατώτερης τεχνικής σχολής.
2.Θέσεις της κατηγορίας ΔΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλου ισότιμου σχολείου ή αναγνωρισμένης σχολής τυφλών τηλεφωνητών.
Στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων κλάδων τεχνικών ειδικοτήτων κατηγορίας ΔΕ, διότι δεν προσήλθε κανένας υποψήφιος με τα προσόντα της παρούσας παραγράφου ή προσήλθαν λιγότεροι από τις προς πλήρωση θέσεις, επιτρέπεται ο διορισμός με τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου και τριετή τουλάχιστον αντίστοιχη εμπειρία.
3.Θέσεις της κατηγορίας ΤΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή το δίπλωμα τμήματος ή σχολής τεχνολογικού τομέα ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή πτυχίο Κ.Α.Τ.Ε.Ε. ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής.
4.Θέσεις της κατηγορίας ΠΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής πανεπιστημιακού τομέα ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής.
5.Θέσεις κλάδων ή ειδικοτήτων ΠΕ ή ΤΕ καλύπτονται επίσης, και από κατόχους πτυχίων ή τίτλων τριτοβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ε.Ε., στους οποίους έχει χορηγηθεί είτε πράξη αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας από το συμβούλιο ισοτιμιών του π.δ. 165/2000 είτε απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής εκπαίδευσης από την αρμόδια αρχή του π.δ. 231/1998, όπως αυτά ισχύουν.
Οι κάτοχοι των παραπάνω τίτλων κατατάσσονται σε κατηγορία εκπαίδευσης, όπως αυτή προσδιορίζεται κάθε φορά, από τη σχετική πράξη αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.
6.Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α., η οποία διατυπώνεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, ορίζονται ενιαία για όλους τους Ο.Τ.Α. οι κατηγορίες και οι κλάδοι, τα τυπικά προσόντα διορισμού σε θέσεις κάθε κλάδου, τα καθήκοντα κάθε κλάδου ή ομάδας κλάδων της ίδιας ή διαφορετικής κατηγορίας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΙ
Άρθρο 83
Βαθμολογική διάρθρωση θέσεων
1.Οι θέσεις των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) κατατάσσονται σε πέντε (5) συνολικά βαθμούς, ως ακολούθως:
Βαθμός Α'
Βαθμός Β'
Βαθμός Γ'
Βαθμός Δ'
Βαθμός Ε'.
2.Οι θέσεις των κατηγοριών Π Ε, ΤΕ και ΔΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Δ', Γ', Β' και Α', από τους οποίους κατώτερος είναι ο Δ' και ανώτερος ο Α'. Οι θέσεις της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Ε', Δ', Γ' και Β', από τους οποίους κατώτερος είναι ο Ε' και ανώτερος ο Β'.
3.Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ' και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε'. Γ ια τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος συναφούς με τα αντικείμενα στα οποία είναι δυνατόν, κατά τις οργανικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ'. Γ ια τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.) και της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Τ.Α.) του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.), εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β'.Ο χρόνος φοίτησης στην Ε.Σ.Δ.Δ. και την Ε.Σ.Τ.Α. υπολογίζεται ως πλεονάζων στο Β' βαθμό. Γ ια τους αριστούχους, προσμετρείται ένα επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό.
Στις περιπτώσεις όπου ισχύουν αθροιστικά οι ιδιότητες του αποφοίτου της Ε.Σ.Δ.Δ. ή Ε.Σ.Τ.Α. και του κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος, εφαρμόζεται η ευνοϊκότερη ρύθμιση.
4.Οι θέσεις όλων των βαθμών των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ είναι σε κάθε κατηγορία οργανικά ενιαίες.
Άρθρο 84
Αξιολόγηση
1.Τα ουσιαστικά προσόντα των υπαλλήλων αξιολογούνται βάσει συστήματος αξιολόγησης, το οποίο διέπεται από τις αρχές της αμεροληψίας, της επαγγελματικής ικανότητας του υπαλλήλου και της αποδοτικότητάς του.
2.Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από γνώμη της Π.Ο.Ε.Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α., η οποία διατυπώνεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται αξιολόγηση, τα κριτήρια αξιολόγησης, ο χρόνος, η συχνότητα, ο τύπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης, καθώς και τα δικαιώματα και οι εγγυήσεις υπέρ των υπαλλήλων σε σχέση με αυτήν.
Άρθρο 85
Χρόνος προαγωγής
1.Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:
α) Για την κατηγορία ΥΕ:
Από το βαθμό Ε' στο βαθμό Δ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Ε', από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' δεκαετής υπηρεσία στο βαθμό Δ' και από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' δεκαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ'.
β) Για την κατηγορία ΔΕ:
Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' εννεαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' οκταετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.
γ) Για την κατηγορία ΤΕ:
Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' επταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.
δ) Για την κατηγορία ΠΕ:
Από το βαθμό Δ' στο βαθμό Γ' διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ', από το βαθμό Γ' στο βαθμό Β' πενταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ' και από το βαθμό Β' στο βαθμό Α' εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β'.
2.Τα δύο (2) πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.
3.Γ ια τους υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Αν ο υπάλληλος κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η κατά τα ανωτέρω μείωση του χρόνου δεν γίνεται αθροιστικά.
Οι εν λόγω τίτλοι απαιτείται να είναι συναφείς με τα αντικείμενα στα οποία απασχολούνται ή είναι δυνατόν, κατά τις οργανικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν.
Ως μεταπτυχιακό και ως διδακτορικό δίπλωμα νοούνται εκείνα που χορηγούνται με αντίστοιχο ιδιαίτερο τίτλο μετά τη λήψη του πτυχίου ή διπλώματος Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ. Γ ια τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά διπλώματα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού απαιτείται βεβαίωση ισοτιμίας από την αρμόδια αρχή.
Άρθρο 86
Σύστημα προαγωγών Πίνακες προακτέων
1.Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό, εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στον βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85, και έχουν σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στις εκθέσεις αξιολόγησής τους. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, από τα οποία προκύπτει η δραστηριότητα του στην υπηρεσία, η επαγγελματική επάρκεια, η πρωτοβουλία του και η αποτελεσματικότητά του. Για το σχηματισμό της κρίσης του, το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας πενταετίας.
Ειδικά για την προαγωγή στον Α' βαθμό, πρέπει ο υπάλληλος να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προσόντα που μαρτυρούν διοικητική ικανότητα, όπως αυτά καθορίζονται από την κλίμακα του συστήματος αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων.
2.Το υπηρεσιακό συμβούλιο τον Απρίλιο κάθε έτους καταρτίζει, με βάση τις καταστάσεις του άρθρου 90, πίνακα προακτέων με αλφαβητική σειρά κατά βαθμό και κλάδο, καθώς και πίνακες μη προακτέων. Για την εγγραφή στους πίνακες αυτούς κρίνονται οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν έως την 30ή Απριλίου του επόμενου έτους τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η ισχύς των πινάκων αρχίζει την 1η Μαΐου του έτους κατάρτισης τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία οριστικοποίησής τους, σύμφωνα με το άρθρο 92.
3.Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων προάγονται υποχρεωτικά μέσα σε έναν (1) μήνα από την κύρωση των πινάκων ή από την ημέρα που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η προαγωγή θεωρείται ότι συντελείται από την ημέρα που συμπληρώνει ο υπάλληλος το χρόνο υπηρεσίας που απαιτείται για να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, ποτέ όμως πριν από την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα προακτέων.
4.Στους πίνακες μη προακτέων περιλαμβάνονται οι υπάλληλοι που κρίνονται ως μη προακτέοι. Ως μη προακτέοι κρίνονται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, βάσει πραγματικών στοιχείων, οι υπάλληλοι που δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις να ασκήσουν τα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.
5.Οι αποφάσεις προαγωγών δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 87
Προϊστάμενοι οργανικών μονάδων
1.Ως προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης επιλέγονται υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α' και είκοσι (20) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι Διεύθυνσης κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης υποψηφιότητας. Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με είκοσι (20) έτη υπηρεσίας για τη θέση του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, επιλέγονται υποψήφιοι με δεκαοκτώ (18) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας.
2.Ως προϊστάμενοι Διεύθυνσης επιλέγονται υπάλληλοι με βαθμό Α', οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Τμήματος επί ένα (1) τουλάχιστον έτος. Αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με ένα (1) έτος υπηρεσίας προϊσταμένου Τμήματος, επιλέγονται υπάλληλοι με βαθμό Α'.
3.Ως προϊστάμενοι Τ μήματος και αυτοτελούς γραφείου επιλέγονται υπάλληλοι με το βαθμό Α'. Αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, επιλέγονται υπάλληλοι βαθμού Β', οι οποίοι έχουν συμπληρώσει ως ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β' τέσσερα (4) έτη.
4.Τον υπεύθυνο μη αυτοτελούς Γραφείου ορίζει το αρμόδιο για διορισμό όργανο ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης από τους υπαλλήλους που υπηρετούν στο αντίστοιχο Τμήμα και έχουν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, χωρίς επιλογή από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
Άρθρο 88
Κριτήρια για το σχηματισμό της κρίσης
1.Η επιλογή των προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης γίνεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:
α. Επαγγελματικά Τεχνικά προσόντα
Ο βασικός τίτλος σπουδών: άριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.
Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: άριστα 80 μόρια, λίαν καλώς 60 μόρια, καλώς 40 μόρια.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 200.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 120.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 120.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.
Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 60.
Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 50.
Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 40.
Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 50.
Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 40.
Η επιτυχής αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης ή από την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.: μόρια 150.
Εάν ο υπάλληλος έχει αποφοιτήσει και από τις δύο ως άνω σχολές, μοριοδοτείται μόνο για τη μία εξ αυτών.
Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) και άλλες σχολές του Δημοσίου, καθώς και αυτή που παρέχεται από Πανεπιστήμια ή T.E.I., ή από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης και αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό: μέχρι 100 μόρια (ανά ημέρα επιμόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 100 μόρια).
Σε περίπτωση που υποψήφιος κατέχει διδακτορικό δίπλωμα και μεταπτυχιακό τίτλο ή περισσότερα του ενός διδακτορικά διπλώματα ή μεταπτυχιακούς τίτλους, ή έχει αποφοιτήσει από την Ε.Σ.Δ.Δ. και την Ε.Σ.Τ.Α. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. και κατέχει διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο, υπολογίζεται το προσόν με τα περισσότερα μόρια, καθώς και το ένα τρίτο (1/3) των μορίων του άλλου ή άλλων προσόντων.
β. Εργασιακή Διοικητική εμπειρία
Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 600 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 20 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Γ ενικής Διεύθυνσης: μέχρι 350 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 9,72 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης: μέχρι 250 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 6,94 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψήφιος από το χρόνο υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης και προϊσταμένου Διεύθυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 350 μόρια.
γ. Ικανότητες δεξιότητες
(1)Υπηρεσιακή αξιολόγηση: μέχρι 700 μόρια.
*Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας
*Διοικητικές ικανότητες
*Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα
*Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά
*Αποτελεσματικότητα
Έτη
1 2 3 4 5 Μέσος όρος
επί συντελεστή
βαρύτητας Μόρια
Γενικό σύνολο
Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθμολόγησης τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 14.
(2)Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργασίες, ανακοινώσεις-εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της δημόσιας διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερομένης στην περίπτωση 1α): μέχρι 150 μόρια.
(3)Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.
(4)Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 50 μόρια.
(5)Συνέντευξη: από 100 μέχρι 450 μόρια,
ως ακολούθως: ικανοποιητικώς 100, καλώς 200, πολύ καλώς 300, άριστα 450.
2.Η επιλογή των προϊσταμένων Διεύθυνσης γίνεται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:
α. Επαγγελματικά-Τεχνικά προσόντα
Ο βασικός τίτλος σπουδών: άριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.
Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: άριστα 80 μόρια, λίαν καλώς 60 μόρια, καλώς 40 μόρια.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 180.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 100.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 100.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.
Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 50.
Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 40.
Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 30.
Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μορια 40.
Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 30.
Η επιτυχής αποφοίτηση από την Εθνική Σχολη Δημοσίας Διοίκησης ή από την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.: μόρια 130.
Εάν ο υπάλληλος έχει αποφοιτήσει και από τις δύο ως άνω σχολές, μοριοδοτείται μόνο για τη μία εξ αυτών.
Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και άλλες σχολές του Δημοσίου, καθώς και αυτή που παρέχεται από Πανεπιστήμια ή Τ.Ε.Ι., ή από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης και αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό: μέχρι 80 μόρια (ανά ημέρα επιμόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 80 μόρια).
Σε περίπτωση που υποψήφιος κατέχει διδακτορικό δίπλωμα και μεταπτυχιακό τίτλο ή περισσότερα του ενός διδακτορικά διπλώματα ή μεταπτυχιακούς τίτλους, ή έχει αποφοιτήσει από την Ε.Σ.Δ.Δ. και την Ε.Σ.Τ.Α. του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) και κατέχει διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο, υπολογίζεται το προσόν με τα περισσότερα μόρια, καθώς και το ένα τρίτο (1/3) των μορίων του άλλου ή άλλων προσόντων.
β. ΕργασιακήΔιοικητική εμπειρία
Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 600 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 20 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης: μέχρι 200 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα
5,56μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου: μέχρι 125 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 3,47 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψήφιος από το χρόνο υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, προϊσταμένου Τμήματος ή αυτοτελούς Γ ραφείου δεν μπορεί να υπερβεί τα 200 μόρια. γ. Ικανότητεςδεξιότητες
(1)Υπηρεσιακή αξιολόγηση: μέχρι 450 μόρια
*Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας
*Διοικητικές ικανότητες
*Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα
*Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά
*Αποτελεσματικότητα
Έτη
1 2 3 4 5 Μέσος όρος
επί συντελεστή
βαρύτητας Μόρια
Γενικό σύνολο
Γενικό σύνολο
Έτη
Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθμολόγησής τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 9.
(2)Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργασίες, ανακοινώσεις εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της δημόσιας διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερομένης στην περίπτωση 2α): μέχρι 120 μόρια.
(3)Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.
(4)Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 50 μόρια.
(5)Συνέντευξη: από 50 μέχρι 200 μόρια,
ως ακολούθως: ικανοποιητικώς 50, καλώς 100, πολύ καλώς 150, άριστα 200.
3.Η επιλογή των προϊσταμένων Τμήματος ή Αυτοτελούς Γραφείου γίνεται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:
α. Επαγγελματικά-Τεχνικά προσόντα
Ο βασικός τίτλος σπουδών: άριστα 300 μόρια, λίαν καλώς 250 μόρια, καλώς 200 μόρια.
Ο δεύτερος τίτλος σπουδών, εφόσον είναι της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας με το βασικό τίτλο σπουδών: άριστα 80, λίαν καλώς 60, καλώς 40.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 180.
Το διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 100.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: μόρια 100.
Ο μεταπτυχιακός τίτλος, ετήσιας διάρκειας, σε άλλο γνωστικό αντικείμενο: μόρια 60.
Η άριστη γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 70.
Η πολύ καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης: μόρια 60.
Η καλή γνώση μίας από τις γλώσσες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόρια 50.
Η άριστη γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 60.
Η πολύ καλή γνώση κάθε επιπλέον ξένης γλώσσας: μόρια 50.
Η επιτυχής αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημοσίας Διοίκησης ή από την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.: μόρια 160.
Εάν ο υπάλληλος έχει αποφοιτήσει και από τις δύο ως άνω σχολές, μοριοδοτείται μόνο για τη μία εξ αυτών.
Η πιστοποιημένη επιμόρφωση που παρέχεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και άλλες σχολές του Δημοσίου, καθώς και αυτή που παρέχεται από Πανεπιστήμια ή ΤΕΙ, ή από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης και αποδεικνύεται με αντίστοιχο πιστοποιητικό: μέχρι 100 μόρια (ανά ημέρα επιμόρφωσης ένα (1) μόριο, με ανώτατο όριο τα 100 μόρια).
Σε περίπτωση που υποψήφιος κατέχει διδακτορικό δίπλωμα και μεταπτυχιακό τίτλο ή περισσότερα του ενός διδακτορικά διπλώματα ή μεταπτυχιακούς τίτλους, ή έχει αποφοιτήσει από την Ε.Σ.Δ.Δ. και την Ε.Σ.Τ.Α. του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) και κατέχει διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο, υπολογίζεται το προσόν με τα περισσότερα μόρια, καθώς και το ένα τρίτο (1/3) των μορίων του άλλου ή άλλων προσόντων.
β. Εργασιακή Διοικητική εμπειρία
Ο χρόνος υπηρεσίας: μέχρι 450 μόρια (για κάθε έτος υπηρεσίας 15 μόρια, με ανώτατο όριο τα 30 έτη). Χρόνος υπηρεσίας μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης: μέχρι 200 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα
5,56μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Τ μήματος ή αυτοτελούς Γραφείου: μέχρι 125 μόρια (για κάθε συμπληρωμένο μήνα 3,47 μόρια, με ανώτατο όριο τους 36 μήνες).
Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει υποψήφιος από το χρόνο υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, προϊσταμένου Τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 200 μόρια.
γ. Ικανότητες δεξιότητες
(1)Υπηρεσιακή αξιολόγηση: μέχρι 300 μόρια
*Γνώση αντικειμένου υπηρεσίας
*Διοικητικές ικανότητες
*Ενδιαφέρον και δημιουργικότητα
*Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά
*Αποτελεσματικότητα
Έτη
1 2 3 4 5 Μέσος όρος
επί συντελεστή
βαρύτητας Μόρια
Γενικό σύνολο
Έτη
Τα ανωτέρω κριτήρια αξιολογούνται βάσει της βαθμολόγησης τους στις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας, και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αυτής για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 6. Το κριτήριο «Διοικητικές ικανότητες» δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την κρίση για την επιλογή προϊσταμένων Τ μήματος ή αυτοτελούς Γραφείου, όταν αυτό δεν υπάρχει. Στην περίπτωση αυτή τα υπόλοιπα κριτήρια αξιολογούνται και λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας για κάθε κριτήριο με συντελεστή βαρύτητας 7,5.
(2)Ειδικές δραστηριότητες (ιδίως συγγραφικές εργασίες, ανακοινώσεις εισηγήσεις σε συνέδρια, ημερίδες κ.λπ., συναφείς με αντικείμενο της υπηρεσίας ή της δημόσιας διοίκησης γενικότερα, εκπροσώπηση σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μέλη Δ.Σ., Πρόεδροι, Διοικητές και λοιπά όργανα διοίκησης νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα ή επιμόρφωση πέραν της αναφερομένης στην περίπτωση 3α): μέχρι 60 μόρια.
(3)Η ηθική αμοιβή του επαίνου: 20 μόρια.
(4)Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων: 40 μόρια.
(5)Ειδική αξιολόγηση από το υπηρεσιακό συμβούλιο:
από 50 μέχρι 200 μόρια. Το υπηρεσιακό συμβούλιο μοριοδοτεί κάθε υποψήφιο με βάση τη συνολική υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου που αποκομίζει από το σύνολο των στοιχείων του προσωπικού μητρώου.
4.Η συνολική βαθμολογία των κριτηρίων των περιπτώσεων Β' και Γ' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος εξάγεται με προσέγγιση δύο δεκαδικών ψηφίων.
5.Γ ια τη βαθμολογία του κριτηρίου της επιμόρφωσης της περίπτωσης Α' των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος λαμβάνεται υπόψη η επιμόρφωση της τελευταίας δεκαετίας.
6.Η βαθμολογία του κριτηρίου της υπηρεσιακής αξιολόγησης της περίπτωσης Γ' των παρ. 1, 2 και 3 του παρόντος εξάγεται με βάση τις εκθέσεις αξιολόγησης που υπάρχουν στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, έστω και αν δεν καλύπτουν πλήρη πενταετία.
7.Την τελική βαθμολογία του κριτηρίου της συνέντευξης της περίπτωσης Γ' των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, των ειδικών δραστηριοτήτων της περίπτωσης γ των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος, καθώς και της ειδικής αξιολόγησης της περίπτωσης Γ' της παραγράφου 3 του παρόντος αποτελεί ο μέσος όρος του βαθμού των μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
8.Η επίδραση των αναρρωτικών αδειών στην ικανότητα του υπαλλήλου για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου, όπως επίσης και οι συστηματικά επαναλαμβανόμενες αναρρωτικές άδειες και η ύπαρξη πειθαρχικών ποινών, συνεκτιμώνται από το υπηρεσιακό συμβούλιο στη βαθμολόγηση της συνέντευξης ή της ειδικής αξιολόγησης.
Άρθρο 89
Επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων
1.Η κατάταξη των υποψηφίων γίνεται βάσει της βαθμολογίας που ο κάθε υποψήφιος λαμβάνει σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 88 του παρόντος, και η επιλογή γίνεται κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας και κατά τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων.
2.α) Η επιλογή προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων γίνεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 του παρόντος Κώδικα, με ανακοίνωση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, με την οποία προσδιορίζονται οι κενές θέσεις προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων.
β) Η ανακοίνωση αναρτάται στον οικείο Ο.Τ.Α., με αποδεικτικό, έναν μήνα πριν από τη λήξη της θητείας των υπηρετούντων προϊσταμένων Γ ενικών Δ/νσεων ή εντός ενός (1) μηνός από τη σύσταση των θέσεων και τάσσεται προθεσμία δέκα (10) ημερών για την υποβολή αιτήσεων. Η αίτηση υποψηφιότητας συνοδεύεται από βιογραφικό σημείωμα, που συντάσσεται με ευθύνη του υποψηφίου και το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου.
γ) Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο ελέγχει, σε πρώτο στάδιο, όλες τις αιτήσεις υποψηφιοτήτων εάν και κατά πόσον πληρούν τους όρους του νόμου. Όσοι από τους υποψηφίους δεν πληρούν τους όρους του νόμου, αποκλείονται με απόφαση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου από την περαιτέρω διαδικασία. Σε δεύτερο στάδιο, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο μοριοδοτεί κάθε υποψήφιο, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 88. Ειδικώς για τη συνέντευξη, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο καλεί κάθε υποψήφιο χωριστά, προκειμένου να μορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την εν γένει καταλληλότητά του για την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταμένου Γ ενικής Διεύθυνσης.
δ) Οι Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων, των οποίων η θητεία λήγει, εξακολουθούν να διατηρούν τη θέση τους και να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την επιλογή και τοποθέτηση νέων Προϊσταμένων.
ε) Σε περίπτωση που προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης δεν επιλέγεται για δεύτερη φορά, καταλαμβάνει κενή θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, και αν δεν υπάρχει, καταλαμβάνει την πρώτη θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης που θα κενωθεί. Έως τότε, θεωρείται προϊστάμενος Διεύθυνσης και τα καθήκοντα του προσδιορίζονται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Η θητεία του ανανεώνεται αυτόματα, εκτός εάν με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου απαλλαγεί από τα καθήκοντα του προϊσταμένου Διεύθυνσης για σοβαρό λόγο, αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση αυτών. Επίσης, οι προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης οι οποίοι δεν επιλέγονται πάλι μετά τη λήξη της θητείας τους, μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία διατηρώντας τις αποδοχές του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, εφόσον υποβάλουν αίτηση παραίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ανακοίνωση της μη επανεπιλογής τους.
στ) Αν κενωθεί θέση προϊστάμενου Γενικής Διεύθυνσης πριν από τη λήξη της θητείας ή συσταθεί νέα, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο επιλέγει νέο προϊστάμενο για το υπόλοιπο της θητείας, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
3.α) Η επιλογή προϊσταμένων Διευθύνσεων, Τμημάτων και αυτοτελών Γραφείων γίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 του παρόντος, το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από τη λήξη της θητείας τους.
Παράλειψη αποστολής των φακέλων εντός της ανωτέρω προθεσμίας συνιστά σοβαρή παράβαση καθήκοντος του αρμόδιου οργάνου η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
β) Το υπηρεσιακό συμβούλιο μοριοδοτεί τους υποψηφίους για τις θέσεις προϊσταμένων Διευθύνσεων ή Τμημάτων, κατά τα οριζόμενα στις παρ. 2 και 3 αντίστοιχα του άρθρου 88. Ειδικώς για τις θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης, το υπηρεσιακό συμβούλιο καλεί σε συνέντευξη κάθε υποψήφιο χωριστά, προκειμένου να μορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την εν γένει καταλληλότητά του για την άσκηση των καθηκόντων του προϊσταμένου Διεύθυνσης.
γ) Γ ια την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87, αν δεν καλύπτεται ο αριθμός των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων από υπαλλήλους με τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτές, συμπληρώνεται από υπαλλήλους με βαθμό Β'.
δ) Έγγραφη δήλωση του υπαλλήλου, ότι δεν επιθυμεί να κριθεί κατά την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων, γίνεται δεκτή από το υπηρεσιακό συμβούλιο εκτός εάν οι ανάγκες της υπηρεσίας επιβάλλουν τη μη αποδοχή της.
ε) Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 87 πρέπει να συντρέχουν το αργότερο έως και την ημέρα λήξης της θητείας των προϊσταμένων.
4.Όσοι επιλέγονται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο και τα υπηρεσιακά συμβούλια τοποθετούνται, με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ως προϊστάμενοι σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες για τρία (3) έτη. Οι τοποθετούμενοι ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους και μετά τη λήξη της θητείας τους έως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση του νέου προϊσταμένου.
5.Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, υπάλληλος που επιλέγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος για τρίτη φορά ως προϊστάμενος Διεύθυνσης, θεωρείται ότι καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Επίσης, υπάλληλος που επιλέγεται για τρίτη φορά ως προϊστάμενος Τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου, θεωρείται ότι καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Όσοι καταλαμβάνουν κατά την παράγραφο αυτή θέσεις προϊσταμένων, κρίνονται εφεξής μόνο για επιλογή σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων ανώτερου επιπέδου. Σε περίπτωση κατά την οποία προϊστάμενος Διεύθυνσης δεν επανεπιλέγεται μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει, χωρίς κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, θέση προϊσταμένου Τμήματος, εκτός αν το υπηρεσιακό συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, κρίνει διαφορετικά.
6.Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, ο προϊστάμενος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και πριν από τη λήξη της τριετίας, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, και ιδιαίτερα για αδικαιολόγητη επιείκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, για πλημμελή άσκηση ή αδυναμία άσκησης ελέγχου επί των υπαλλήλων, για μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία για την εφαρμογή νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, κακή συνεργασία με λοιπούς προϊσταμένους και μειωμένη ποιοτική και ποσοτική απόδοση. Ο προϊστάμενος μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του με αίτησή του, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, που συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες. Στην περίπτωση αυτή και ανεξάρτητα από τους λόγους της παραίτησης, στερείται του δικαιώματος επιλογής του ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας για μία τριετία από την επομένη της έκδοσης της απόφασης απαλλαγής του από τα καθήκοντα προϊσταμένου.
7.Αν κενωθεί θέση προϊστάμενου Διεύθυνσης, Τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου πριν από τη λήξη της θητείας ή συσταθεί νέα, το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο επιλέγει νέο προϊστάμενο για το υπόλοιπο της θητείας. Η επιλογή προϊσταμένων για τις θέσεις που κενώθηκαν ή συστάθηκαν γίνεται το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από τότε που οι θέσεις κενώθηκαν ή συστάθηκαν. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3α του άρθρου αυτού εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Για την επιλογή προϊσταμένου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο στην οικεία υπηρεσία διοικητικού ή προσωπικού, το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημέρα που έλαβε γνώση με φροντίδα της υπηρεσίας διοικητικού ή προσωπικού. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του, μπορεί να επιλέξει ως προϊστάμενο και υπάλληλο που δεν υπέβαλε αίτηση.
Άρθρο 90
Καταστάσεις υπαλλήλων
1.Τον Ιανουάριο κάθε έτους συντάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία καταστάσεις στις οποίες καταγράφονται όλοι οι υπάλληλοι κατά κατηγορία, βαθμό και κλάδο και με βάση το χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό. Οι καταστάσεις αυτές συντάσσονται με βάση τα στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και περιλαμβάνουν και στοιχεία δηλωτικά της ηλικίας, της συνολικής υπηρεσίας, του μισθολογικού κλιμακίου και των τίτλων σπουδών.
2.Οι καταστάσεις αυτές κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους υπαλλήλους κατά το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους. Διόρθωση των στοιχείων που αναγράφονται στις καταστάσεις γίνεται από την υπηρεσία ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας δέκα (10) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση. Αν η υπηρεσία απορρίψει την αίτηση ή δεν απαντήσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την υποβολή της, επιτρέπεται η υποβολή αίτησης διόρθωσης στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας ή από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης της υπηρεσίας, αν αυτή γίνει νωρίτερα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε έναν (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης διόρθωσης.
Άρθρο 91
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή
Στο χρόνο για προαγωγή δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αργίας, που επήλθε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, ε) ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και στ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων.
Άρθρο 92
Έλεγχος νομιμότητας και ισχύς πινάκων προακτέων
1.Οι πίνακες προακτέων, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 86, υποβάλλονται για κύρωση μέσα σε δέκα (10) ημέρες στον οικείο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Ο ανωτέρω εξετάζει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή τους μόνο τη νομιμότητα της διαδικασίας κατάρτισης των πινάκων και, εφόσον διαπιστώσει παράβαση των σχετικών διατάξεων, αναπέμπει τους πίνακες στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο υποχρεούται να αποφασίσει εντός δέκα (10) ημερών.
2.Οι πίνακες που καταρτίζονται σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι οριστικοί και ανακοινώνονται στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Άρθρο 93
Ειδικές περιπτώσεις εγγραφής σε πίνακες προακτέων
Υπάλληλοι οι οποίοι μετατάσσονται ή εντάσσονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75, 76, 77, 78 και 102 του παρόντος, καθώς και σύμφωνα με κάθε άλλη ειδική διάταξη, μετά την κύρωση των πινάκων προακτέων, κρίνονται από το υπηρεσιακό συμβούλιο και εγγράφονται στους οικείους πίνακες προακτέων κατά το άρθρο 86 του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 94
Μη εγγραφή σε πίνακα προακτέων
1.Το υπηρεσιακό συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, μπορεί να μην εγγράφει στους πίνακες προακτέων υπάλληλο σε βάρος του οποίου εκκρεμεί ποινική ή πειθαρχική κατηγορία.
2.Όταν η κατηγορία αποδειχθεί αβάσιμη, ο υπάλληλος, είτε είχε αναβληθεί η κρίση είτε είχε κριθεί υπό το βάρος της εκκρεμοδικίας, κρίνεται εκ νέου από το υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε έναν (1) μήνα από την κοινοποίηση στην αρμόδια υπηρεσία της τελεσίδικης απαλλακτικής κρίσης επί της κατηγορίας και εγγράφεται, με βάση τα προσόντα του, στους οικείους πίνακες που προβλέπονται στο άρθρο 86 του παρόντος Κώδικα.
3.Οι ανωτέρω εγγραφόμενοι στους πίνακες προακτέων σε σειρά προαγωγής προάγονται αναδρομικά.
Άρθρο 95
Διαγραφή από πίνακα προακτέων
1.Το υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να διαγράψει από πίνακα προακτέων, κατά τη διάρκεια της ισχύος του, υπάλληλο λόγω τελεσίδικης ποινικής καταδίκης τουλάχιστον για πλημμέλημα ή επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου μεγαλύτερου από τις αποδοχές ενός (1) μηνός. Ο υπάλληλος, που διαγράφεται, κατατάσσεται στον πίνακα μη προακτέων.
2.Αν ανατραπεί αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή ή η ποινική καταδίκη, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 94.
Άρθρο 96
Παράλειψη από προαγωγή
1.Το υπηρεσιακό συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, μπορεί να παραλείψει από τις προαγωγές υπάλληλο ο οποίος περιλαμβάνεται στους πίνακες προακτέων, αν κατά το χρόνο της προαγωγής εκκρεμεί σε βάρος του ποινική ή πειθαρχική κατηγορία.
2.Αν αποφασισθεί η παράλειψη, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 94.
Άρθρο 97
Παραπομπή μη προακτέου υπαλλήλου
Υπάλληλος ο οποίος εγγράφεται σε δύο διαδοχικούς πίνακες μη προακτέων στον ίδιο βαθμό, παραπέμπεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την κύρωση του οικείου πίνακα υποχρεωτικώς προς κρίση στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο, με αιτιολογημένη απόφασή του και μετά από προηγούμενη κλήση αυτού, για να παράσχει εγγράφως ή προφορικώς τις αναγκαίες διευκρινίσεις, μπορεί να τον απολύσει ή να τον υποβιβάσει κατά έναν βαθμό. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να υποβληθεί ένσταση στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Άρθρο 98
Τιμητική απονομή τίτλων
1.Στους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. που αποχωρούν ευδοκίμως από την υπηρεσία από θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας, μετά τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) χρόνων πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, απονέμεται τιμητικά ο τίτλος της θέσης που κατέχουν. Η υπηρεσία μπορεί να απονέμει τον τίτλο του επιτίμου και σε προϊστάμενο που αποχωρεί μετά από τριάντα (30) χρόνια υπηρεσίας. Ο τίτλος του επιτίμου δεν χορηγείται σε προϊστάμενο που έχει εκπέσει ή έχει τιμωρηθεί με την ποινή της οριστικής παύσης, ή εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από την αποχώρησή του έχει τιμωρηθεί με την ποινή του υποβιβασμού ή της στέρησής του προς προαγωγή δικαιώματος.
2.Η απονομή του επιτίμου τίτλου μνημονεύεται στην πράξη λύσεως της υπαλληλικής σχέσης και περιλαμβάνεται στο κείμενο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 99
Προβάδισμα
Το προβάδισμα μεταξύ των υπαλλήλων καθορίζεται ως εξής:
α) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, προηγούνται οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ, και ακολουθούν κατά σειρά οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ, της κατηγορίας ΔΕ και, τέλος, οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΥΕ.
β) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, προηγούνται οι υπάλληλοι ανώτερου βαθμού, με βάση την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών του άρθρου 83.
γ) Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού δεν υπάρχει προβάδισμα.
δ) Όπου από τις οικείες οργανικές διατάξεις επιτρέπεται η τοποθέτηση προϊσταμένου κατηγορίας που έπεται κατά το προβάδισμα, δεν ισχύει το προβάδισμα των κατηγοριών.
Άρθρο 100
Αναπλήρωση προϊσταμένων
1.Τον προϊστάμενο Διεύθυνσης που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκείμενων οργανικών μονάδων και, επί ομοιοβάθμων, ο προϊστάμενος που έχει ασκήσει περισσότερο χρόνο καθήκοντα προϊσταμένου. Σε περίπτωση αδυναμίας αναπλήρωσης του προισταμένου της Διεύθυνσης κατά το προηγούμενο εδάφιο, το αρμόδιο προς διορισμό όργανο, μπορεί να ορίσει ως αναπληρωτή προϊσταμένου Διεύθυνσης, έναν από τους προϊσταμένους των υποκείμενων οργανικών μονάδων.
2.Τον Προϊστάμενο Τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει στα καθήκοντά του ο ανώτερος κατά βαθμό υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα. Αν υπηρετούν περισσότεροι υπάλληλοι με τον ίδιο βαθμό, αναπληρώνει αυτός που έχει περισσότερο χρόνο στο βαθμό. Σε περίπτωση αδυναμίας αναπλήρωσης κατά το προηγούμενο εδάφιο, αναπληρώνει αυτός που έχει ορισθεί από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο.
3.Το αρμόδιο προς διορισμό όργανο μπορεί με απόφαση του να ορίσει ως αναπληρωτή προϊσταμένου οργανικής μονάδας τον προϊστάμενο άλλης οργανικής μονάδας του ίδιου επιπέδου, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση κατά τις παρ. 1 και 2.
4.Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδος, έως την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.
5.Σε κάθε περίπτωση αναπλήρωσης προϊσταμένου σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους, ο υπάλληλος θα πρέπει να ανήκει σε κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται ότι μπορούν να προΐστανται σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις.
6.Ο αναπληρωτής προϊσταμένου οργανικής μονάδας κατά το άρθρο αυτό δικαιούται το προβλεπόμενο για τη θέση επίδομα μετά την πάροδο των δύο μηνών από την αναπλήρωση. Στην περίπτωση της παρ. 4 το επίδομα καταβάλλεται από την έναρξη της αναπλήρωσης.
Άρθρο 101
Δημοσίευση πράξεων υπηρεσιακών μεταβολών
Όπου κατά τις διατάξεις του παρόντος απαιτείται δημοσίευση της περίληψης των πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α. που αφορούν σε υπηρεσιακές μεταβολές των υπαλλήλων τους, αυτή ενεργείται με μέριμνα του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας.
Άρθρο 102
Βαθμολογική ένταξη υπαλλήλων
1.Οι υπάλληλοι που έχουν πριν από το διορισμό τους χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας εντάσσονται μετά τη μονιμοποίησή τους μέχρι και τον τελευταίο ενιαίο βαθμό, ανάλογα με το συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, ύστερα από ουσιαστική κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου με πράξη του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου. Ο τυχόν πλεονάζων χρόνος μετά την ένταξη λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξη στον επόμενο ενιαίο βαθμό.
2.Ως πραγματική υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική υπηρεσία για βαθμολογική εξέλιξη.
3.Προϋπηρεσία με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αντίστοιχη της προηγούμενης παραγράφου, σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των χωρώνμελών αυτής λαμβάνεται υπόψη για την ένταξη.
4.Γ ια την κατά τα ανωτέρω ένταξη λαμβάνεται υπόψη μόνον η υπηρεσία που έχει διανυθεί πριν από το διορισμό με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο υπάλληλος κατά το χρόνο της ένταξης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ
Άρθρο 103
Θέση σε διαθεσιμότητα
1.Ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας ή κατάργησης της θέσης του, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
2.Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων άρθρων, η πράξη θέσεως του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία εκδίδονται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται για βαθμολογική εξέλιξη.
Άρθρο 104
Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας
1.Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας του άρθρου 61 του παρόντος, είναι όμως, κατά την εκτίμηση της υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη.
2.Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1), και, για τα δυσίατα νοσήματα, τα δύο (2) έτη.
3.Κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από τη λήξη του ανώτατου ορίου διαθεσιμότητας οι επιτροπές του άρθρου 9 του παρόντος υποχρεούνται, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας, να γνωμοδοτήσουν για την ικανότητα του υπαλλήλου να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 157 του παρόντος. Ο υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ή αυτεπαγγέλτως και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας.
4.Οι διατάξεις των άρθρων 38 έως και 42 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας.
Άρθρο 105
Διαθεσιμότητα λόγω κατάργησης θέσης
1.Σε διαθεσιμότητα τίθεται αυτοδικαίως ο υπάλληλος του οποίου καταργήθηκε η θέση, εφόσον δεν μεταταγεί σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 158 του παρόντος.
2.Η διαθεσιμότητα διαρκεί ένα (1) έτος, μετά την πάροδο του οποίου ο υπάλληλος απολύεται.
Άρθρο 106
Αποδοχές διαθεσιμότητας
1.Ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας δικαιούται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του.
2.Επιδόματα ασθενείας, που καταβάλλονται σε υπαλλήλους λόγω υποχρεωτικής ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εκπίπτονται από τις αποδοχές του υπαλλήλου, εφόσον η ασφάλιση του θεμελιώνεται και με συνεισφορά του Ο.Τ.Α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι'
ΑΡΓΙΑΑΝΑΣΤΟΛΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ
Άρθρο 107
Αυτοδίκαιη θέση σε αργία
1.Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση.
2.Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή.
3.Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντα του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία.
4.Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο.
Άρθρο 108
Δυνητική θέση σε αργία Αναστολή άσκησης καθηκόντων
1.Αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή υπηρεσιακοί λόγοι, μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος κατά του οποίου:
α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό,
β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης και
γ) υπάρχει βάσιμη υπόνοια για άτακτη διαχείριση, η οποία στηρίζεται σε έκθεση της οικείας επιθεώρησης.
2.Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όταν διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας και πριν αποφανθεί το υπηρεσιακό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το αρμόδιο για διορισμό όργανο, όπου υπηρετεί, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του.
Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες το υπηρεσιακό συμβούλιο συνέρχεται και αποφασίζει για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν το υπηρεσιακό συμβούλιο δεν αποφασίσει για τη θέση σε αργία εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
3.Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
4.Μετά την πάροδο έτους από τη θέση σε αργία, το υπηρεσιακό συμβούλιο υποχρεούται να αποφανθεί αιτιολογημένα για τη συνέχιση ή μη της αργίας. Η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσεως του υπαλλήλου σε αργία.
5.Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδικαίως από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση, ή της πειθαρχικής απόφασης η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 109
Συνέπειες αργίας
1.Ο υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
2.Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ήμισυ ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για άτακτη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών του που παρακρατήθηκε.
3.Ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.
4.Οι διατάξεις των άρθρων 38 έως και 42 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται και κατά τη διάρκεια της αργίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ
Α. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 110
Ορισμός πειθαρχικού παραπτώματος
1.Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο.
2.Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος εντός και εκτός της υπηρεσίας ώστε να μη θίγεται το κύρος αυτής.
3.Το υπαλληλικό καθήκον, κατά την προηγούμενη παράγραφο, σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προδήλως στις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων.
Άρθρο 111
Πειθαρχικά παραπτώματα
1.Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως: α. Πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
β. Η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους. γ. Η παράβαση της αρχής της αμεροληψίας. δ. Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων.
ε. Η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης της υπηρεσίας. στ. Η αμέλεια, καθώς και η ατελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος.
ζ. Η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, με την επιφύλαξη του άρθρου 33 του παρόντος.
η. Η άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει του υπαλλήλου εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις.
θ. Η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας.
ι. Η αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση.
ια. Η αδικαιολόγητη μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης.
ιβ. Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, η αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους και η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεων τους, καθώς και η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους και λοιπούς υπαλλήλους.
ιγ. Η αδικαιολόγητη μη έγκαιρη απάντηση σε αναφορές πολιτών.
ιδ. Η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων.
ιε. Η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί είτε επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος είτε ο Ο.Τ.Α. στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος.
ιστ. Η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων.
ιζ. Η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για το χειρισμό υπόθεσης από τον υπάλληλο κατά την άσκηση καθηκόντων του.
ιη. Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ή ματαίωση διαταγής της υπηρεσίας.
ιθ. Η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα των οποίων ουσιώδη συμφέροντα εξαρτώνται από τον
τρόπο αντιμετώπισης θεμάτων της αρμοδιότητας του υπαλλήλου.
κ. Η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία.
κα. Η παράλειψη δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 114 του παρόντος.
κβ. Η εντός και εκτός υπηρεσίας αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή.
κγ. Η καθ’ υποτροπή βραδεία προσέλευση στην υπηρεσία ή η πρόωρη αποχώρηση από αυτήν.
κδ. Η άρνηση υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 37 του παρόντος.
κε. Η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες.
κστ. Η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας και χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τον Γ ενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου.
κζ. Η άρνηση του υπαλλήλου να φέρει τα μέσα ατομικής προστασίας που του χορηγεί η υπηρεσία κατά το χρόνο της εργασίας του και η μη προσέλευση του στον προληπτικό ιατρικό έλεγχο.
2.Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 112
Εφαρμογή κανόνων και αρχών του Ποινικού Δικαίου
1.Κανόνες και αρχές του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
2.Εφαρμόζονται ιδίως οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν:
α. στους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό, β. στις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, γ. στην έμπρακτη μετάνοια,
δ. στο δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου, ε. στην πραγματική και νομική πλάνη, στ. στο τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου,
ζ. στην επιείκεια υπέρ του πειθαρχικώς διωκομένου, η. στην προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων ως λόγο που αίρει τον πειθαρχικό χαρακτήρα δυσμενών κρίσεων, εκφράσεων και εκδηλώσεων, εκτός εάν συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Β. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Άρθρο 113
Πειθαρχικές ποινές
1.Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α. Η έγγραφη επίπληξη.
β. Το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών. γ. Η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη. δ. Ο υποβιβασμός κατά έναν βαθμό.
ε. Η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως έξι (6) μήνες, με πλήρη στέρηση των αποδοχών. στ. Η οριστική παύση.
2.Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α. Παράβαση της παρ. 1 (α) του άρθρου 111 του παρόντος.
β. Παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους.
γ. Αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για το χειρισμό υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
δ. Χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή, εντός ή εκτός της υπηρεσίας.
ε. Παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις.
στ. Αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών των καθηκόντων για περισσότερο από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή περισσότερο από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους.
ζ. Εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια. η. Άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί ο Ο.Τ.Α. στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος ή επιτροπή μέλος της οποίας είναι αυτός.
θ. Εμμονή σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από Υγειονομική Επιτροπή, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 63 του παρόντος.
3.Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο για οποιοδήποτε παράπτωμα αν:
α. κατά την προηγούμενη της διάπραξης αυτού διετία του είχαν επιβληθεί τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή
β. κατά το προηγούμενο της διάπραξης αυτού έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο αδίκημα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.
Γ. ΔΙΩΞΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Άρθρο 114
Δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων
1.Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά το κατά την περ. (κα) της παρ.1 του άρθρου 111 του παρόντος πειθαρχικό παράπτωμα.
2.Κατ’ εξαίρεση, για παραπτώματα που θα επέσυραν την ποινή της έγγραφης επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική εξουσία των πειθαρχικών οργάνων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφετέρου τις συνθήκες διάπραξής τους και την υπηρεσιακή γενικώς διαγωγή του υπαλλήλου. Αν το πειθαρχικό όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον αμέσως ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο.
3.Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
4.Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο παραπτώματος που διαπράχθηκε πριν από την εξέλιξη αυτή.
5.Πράξεις που έχουν τελεσθεί από υπάλληλο κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του στον ίδιο ή
άλλο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δημόσια υπηρεσία ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα τιμωρούνται πειθαρχικά, εάν υπάγονται σε μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 113 του παρόντος, και δεν έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής τους.
Άρθρο 115
Σχέση πειθαρχικού παραπτώματος και ποινής
1.Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή. Σε κάθε υπάλληλο με την ίδια πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή.
2.Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται περισσοτέρων πειθαρχικών παραπτωμάτων, με την πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε υπάλληλο.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής αυτής λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός και η βαρύτητα όλων των παραπτωμάτων.
3.Κατά την επιμέτρηση των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες και οι αρχές των περιπτώσεων β, γ', ε', ζ’ και η’ της παρ. 2 του άρθρου 112 του παρόντος. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
Άρθρο 116
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
1.Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των παρ.2 και 3 του άρθρου 113 του παρόντος παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη.
2.Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται, πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Γ ια τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.
3.Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος παραγραφής μέχρι την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία (3) έτη και, προκειμένου για τα παραπτώματα των παρ. 2 και 3 του άρθρου 113 του παρόντος, τα επτά (7) έτη.
4.Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δευτέρου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.
5.Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.
Άρθρο 117
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
Ο υπάλληλος ο οποίος απώλεσε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία, η οποία τυχόν έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Η τυχόν καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται στην περίπτωση αυτή παραμένει ανεκτέλεστη.
Άρθρο 118
Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη
1.Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
2.Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.
3.Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος.
4.Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται ο υπάλληλος ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση παραπτώματος, το οποίο δικαιολογεί κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 του παρόντος την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται με τη διαδικασία του άρθρου 146 του παρόντος. Επίσης, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία αν, μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος.
5.Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε.
6.Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου και στον Γ ενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ’ αυτού.
Στην ίδια αρχή ανακοινώνεται επίσης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η απόφαση ή το βούλευμα με το οποίο τερματίζεται η δίωξη. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου.
Άρθρο 119
Αυτοτέλεια κολασίμου του πειθαρχικού παραπτώματος
1.Σε περίπτωση αποκατάστασης, απονομής χάριτος ή άρσεως με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του κολασίμου, ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.
2.Σε περίπτωση άρσεως των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, κατά το άρθρο 47 του Συντάγματος, αίρεται και το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.
Δ. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 120
Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν: α. οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους, β. η Δημαρχιακή Επιτροπή, γ. το Κοινοτικό Συμβούλιο,
δ. η Εκτελεστική Επιτροπή του Ιδρύματος και το Διοικητικό Συμβούλιο του Νομικού Προσώπου, ε. η Εκτελεστική Επιτροπή των Συνδέσμων Δήμων, Κοινοτήτων και Δήμων και Κοινοτήτων, στ. το υπηρεσιακό συμβούλιο, ζ. το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, η. το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα Διοικητικά Εφετεία και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.
Άρθρο 121
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι
1.Πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων είναι: α. ο Δήμαρχος επί όλων των υπαγομένων στην αρμοδιότητα του υπαλλήλων,
β. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, γ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης ή αυτοτελούς Τμήματος,
δ. ο Πρόεδρος Κοινότητας,
ε. ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος,
στ. ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού ή Κοινοτικού Νομικού Προσώπου, ζ. ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Δήμων, Κοινοτήτων και Δήμων και Κοινοτήτων.
2.Ειδικώς για τα μέλη των Υπηρεσιακών Συμβουλίων σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 6 του παρόντος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 122
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς προϊσταμένων
1.Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλουν οι εξής, με τις πιο κάτω διακρίσεις:
α. ο Δήμαρχος, ο Πρόεδρος της Κοινότητας, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Ιδρύματος, ο Πρόεδρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Συνδέσμου έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός, β. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, έως και το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών και γ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης ή Αυτοτελούς Τμήματος, έως και το ένα έκτο των μηνιαίων αποδοχών.
2.Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός αν από διάταξη του νόμου προβλέπεται διαφορετικά.
3.Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.
4.Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
5.Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος έχει, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή σε αυτόν της πειθαρχικής υπόθεσης, εφόσον δεν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.
6.Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ο οποίος έχει επιληφθεί κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση στον αμέσως ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο.
Αν ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος της Κοινότητας ή ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Ιδρύματος ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Συνδέσμου κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα της παρ. 1 του άρθρου 123 του παρόντος Κώδικα, εφαρμόζοντας αναλόγως και τις διατάξεις του άρθρου 128 του παρόντος.
Άρθρο 123
Συλλογικά πειθαρχικά όργανα
1.Η Δημαρχιακή Επιτροπή, το Κοινοτικό Συμβούλιο, η Εκτελεστική Επιτροπή του Ιδρύματος και των Συνδέσμων Δήμων, Κοινοτήτων, Δήμων και Κοινοτήτων και το Διοικητικό Συμβούλιο του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου έως και τις αποδοχές δύο (2) μηνών.
2.Τα πειθαρχικά όργανα του παρόντος άρθρου κρίνουν σε πρώτο βαθμό κατόπιν παραπομπής της υποθέσεως από τους πειθαρχικώς προϊσταμένους των υπαλλήλων. Η παραπομπή στην πειθαρχική διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται μόνον από τους πειθαρχικώς προϊσταμένους των περιπτώσεων (α), (δ), (ε), (στ) και (ζ) του άρθρου 121 του παρόντος.
3.Αν τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα της παρ. 1 του παρόντος κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
Άρθρο 124
Αρμοδιότητα Υπηρεσιακών Συμβουλίων
1.Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια μπορούν να επιβάλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή.
Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια κρίνουν σε πρώτο βαθμό μετά από παραπομπή της υπόθεσης σε αυτά και σε δεύτερο βαθμό μετά από άσκηση ενστάσεως κατά αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων.
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 6 του παρόντος αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό ύστερα από ένσταση κατ’ αποφάσεων των Υπηρεσιακών Συμβουλίων και σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση του παραπτώματος της παρ. 3 του άρθρου 126 του παρόντος.
2.Αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο είναι εκείνο στο οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Προκειμένου για υπάλληλο ο οποίος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος υπηρετεί με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση ή κατάσταση σε άλλη υπηρεσία, αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο είναι το συμβούλιο της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή.
Άρθρο 125
Ενιαία κρίση πειθαρχικών παραπτωμάτων
1.Περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου υπαλλήλου είναι δυνατόν, κατά την κρίση
του πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται ενιαίως, εφόσον σχετίζονται με καθήκοντα υπηρεσιών του ίδιου Ο.Τ.Α..
2.Περισσότεροι υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, είναι δυνατόν να κρίνονται ενιαίως, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της προηγούμενης παραγράφου.
3.Αν στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου τα πειθαρχικά όργανα που είναι αρμόδια να επιληφθούν είναι διαφορετικά, αρμόδιο για την κρίση όργανο είναι:
α. μεταξύ περισσοτέρων πειθαρχικώς προϊσταμένων, ο ιεραρχικώς ανώτερος, και σε περίπτωση προισταμένων του αυτού ιεραρχικού επιπέδου, εκείνος που έχει επιληφθεί πρώτος,
β. μεταξύ περισσοτέρων Υπηρεσιακών Συμβουλίων, εκείνο που έχει επιληφθεί πρώτο και
γ. μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου και Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το τελευταίο.
Ε. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 126
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1.Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα των άρθρων 123 και 124 του παρόντος.
Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τριμήνου από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή στα συλλογικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος.
2.Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα του άρθρου 123 του παρόντος ολοκληρώνουν την πειθαρχική διαδικασία εντός τεσσάρων μηνών από την παραπομπή είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης είτε με παραπομπή ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ολοκληρώνεται η πειθαρχική διαδικασία εντός εξαμήνου από την παραπομπή.
3.Η υπαίτια παράβαση της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εκδικάζεται μετά από παραπομπή από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 127
Παραπομπή στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο
1.Αν τα πειθαρχικά όργανα της παρ. 1 του άρθρου 123 του παρόντος κρίνουν ότι το πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται με ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς τους, παραπέμπουν την υπόθεση στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η παραπομπή είναι υποχρεωτική όταν υπάρχει αιτιολογημένη πρόταση της αρμόδιας υπηρεσίας.
2.Δεν επιτρέπεται παραπομπή στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετά την έκδοση οριστικής απόφασης για το ίδιο παράπτωμα από οποιοδήποτε πειθαρχικό όργανο.
Άρθρο 128
Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής
1.Στο έγγραφο με το οποίο η υπόθεση παραπέμπεται στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος.
2.Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο και αποστέλλεται μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
Η παράλειψη κοινοποίησης του παραπεμπτηρίου εγγράφου συνεπάγεται ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, εκτός αν ο διωκόμενος υπάλληλος έλαβε αποδεδειγμένως πλήρη γνώση αυτού με άλλον τρόπο, ή εμφανισθεί ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου χωρίς να προβάλει καμιά αντίρρηση ως προς την γνώση των στοιχείων του περιεχομένου του παραπεμπτηρίου.
Αν κατά τη διαδικασία ανακύψουν ευθύνες και για άλλους υπαλλήλους που δεν περιλαμβάνονται στο παραπεμπτήριο έγγραφο, το συμβούλιο τους καλεί σε απολογία και συνεχίζει την περαιτέρω διαδικασία χωρίς κοινοποίηση του παραπεμπτηρίου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποφασίζει τη συνεκδίκαση των παραπτωμάτων αυτών με τα παραπτώματα των περιλαμβανομένων στο παραπεμπτήριο.
3.Η έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου καταργεί την εκκρεμή πειθαρχική διαδικασία ενώπιον άλλου πειθαρχικού οργάνου.
4.Το παραπεμπτήριο έγγραφο δεν ανακαλείται.
ΣΤ. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΝΟΡΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Άρθρο 129
Προκαταρκτική εξέταση
1.Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων, για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.
2.Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου.
3.Αν αυτός που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, περατώνει την εξέταση με αιτιολογημένη έκθεση του. Στην περίπτωση αυτή, δεν αποκλείεται η ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο.
Αν, αντιθέτως, αυτός που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον υπάλληλο σε απολογία σύμφωνα με το άρθρο 138 του παρόντος. Αν κρίνει, είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε μετά την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης ποινής, παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 122 του παρόντος. Αν, τέλος, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρήζει διερεύνησης διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης.
Άρθρο 130
Ένορκη διοικητική εξέταση
1.Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεσθεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
2.Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α' του ίδιου Ο.Τ.Α., και σε καμιά περίπτωση κατωτέρου βαθμού από εκείνον στον οποίο αποδίδεται η πράξη.
Κατ’ εξαίρεση, η ενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης μπορεί να ανατίθεται σε μόνιμο υπάλληλο άλλου Ο.Τ.Α. με βαθμό Α', για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι παρατίθενται στην πράξη ανάθεσης. Η πράξη ανάθεσης εκδίδεται από τον οικείο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
3.Κατά την εξέταση του υπαλλήλου στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 134 παρ.
3,και 136 του παρόντος.
4.Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης και εντός της προθεσμίας που έχει τάξει.
Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη.
5.Διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια ένορκων διοικητικών εξετάσεων, οποιασδήποτε μορφής, από ειδικά όργανα δεν θίγονται.
6.Οι διατάξεις των παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 131, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 133 και 135 του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 131
Πειθαρχική ανάκριση
1.Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση, δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο.
β. Όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα.
γ. Όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα.
δ. Όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα.
ε. Όταν έχει διενεργηθεί, πριν από την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου ή της ένστασης, Ε.Δ.Ε. ή άλλη ένορκη εξέταση κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο.
Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της Διοίκησης.
2.Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από υπάλληλο, που μπορεί να είναι και μέλος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, τουλάχιστον ομοιόβαθμο του διωκομένου.
3.Δεν διενεργούν πειθαρχική ανάκριση:
α. τα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα, β. οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση η οποία κρίνεται κατ’ ένσταση, γ. τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση και
δ. οι κατ’ ευθεία γραμμή συγγενείς του διωκομένου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και τέταρτου βαθμού, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη. Ο εγκαλούμενος δικαιούται μέσα σε τρεις
(3)ημέρες από την κλήση του για εξέταση να ζητήσει την εξαίρεση εκείνου που διεξάγει την ανάκριση με έγγραφη αίτηση.
Στην αίτηση πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο οι λόγοι της εξαίρεσης και να αναφέρονται τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί. Για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο χωρίς τη συμμετοχή εκείνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση, που αναπληρώνεται νομίμως. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, οι ανακριτικές πράξεις που εν τω μεταξύ ενεργήθηκαν, είναι άκυρες και επαναλαμβάνονται εξαρχής.
4.Όποιος διεξάγει ανάκριση, δικαιούται να ενεργήσει ανακριτικές πράξεις και εκτός της έδρας του. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει την ενέργεια ανακριτικών πράξεων και εκτός της έδρας του από οποιαδήποτε διοικητική αρχή.
5.Η πειθαρχική ανάκριση είναι μυστική.
6.Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου, εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.
7.Καθήκοντα Γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο οποίος ορίζεται από τον ενεργούντα την ανάκριση.
Άρθρο 132
Ανακριτικές πράξεις
1.Ανακριτικές πράξεις είναι: α. η αυτοψία,
β. η εξέταση μαρτύρων, γ. η πραγματογνωμοσύνη, δ. η εξέταση του διωκομένου.
2.Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης θέμα που, κατά το νόμο, καλύπτεται:
α. από το απόρρητο της υπηρεσίας, εκτός αν συμφωνεί η αρμόδια αρχή ή β. από το κατά νόμο επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
3.Για την ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από όσους συνέπραξαν. Αν κάποιος από αυτούς είναι αναλφάβητος ή βρίσκεται σε φυσική αδυναμία να υπογράψει ή αρνείται να υπογράψει, γίνεται σχετική μνεία στην έκθεση.
Άρθρο 133
Αυτοψία
1.Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 131 του παρόντος, η αυτοψία διενεργείται αυτοπροσώπως από εκείνον που διεξάγει την πειθαρχική ανάκριση, με την παρουσία γραμματέα.
2.Η αυτοψία δημόσιων εγγράφων ή εγγράφων ιδιωτικών που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή ενεργείται στο γραφείο όπου φυλάσσονται.
3.Έγγραφα που κατέχονται από ιδιώτη, παραδίδονται στον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικώς μετά το τέλος της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο ανακριτής, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, υποχρεούται να χορηγεί ατελώς απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο των εγγράφων που παραλήφθηκαν. Κατ’ εξαίρεση, η αυτοψία ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για τη διεκπεραίωση τρέχουσας υπόθεσης του κατόχου τους ή άλλου προσώπου, διενεργείται από τον ανακριτή στον τόπο όπου βρίσκονται.
Άρθρο 134
Μάρτυρες
1.Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2.Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης του μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία αποτελεί πλημμέλημα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του διωκομένου με τον μάρτυρα σε ευθεία γραμμή ή έως και το δεύτερο βαθμό σε πλάγια γραμμή.
3.Ο διωκόμενος δικαιούται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής ανάκρισης και της ένορκης διοικητικής εξέτασης και μέχρι το τέλος της εξέτασης του να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει πέντε (5) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους μάρτυρες.
Άρθρο 135
Πραγματογνώμονες
Ως πραγματογνώμονες ορίζονται υπάλληλοι Ο.Τ.Α., δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος. Οι πραγματογνώμονες, πριν από τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, ορκίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 136
Εξέταση διωκομένου
Κατά την πειθαρχική ανάκριση καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος. Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνηση του να εξετασθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.
Άρθρο 137
Ενέργειες μετά την ανάκριση
1.Ο Πρόεδρος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όταν λάβει το παραπεμπτήριο έγγραφο, ορίζει εισηγητή της πειθαρχικής υπόθεσης ένα από τα μέλη του Συμβουλίου, στον οποίο και παραδίδεται ο φάκελος.
2.Ο Πρόεδρος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όταν διαβιβασθεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης ή, σε περίπτωση μη διενέργειας ανάκρισης κατά το άρθρο 131 παρ. 1 του παρόντος, όταν κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση, την εισάγει στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο για να αποφασίσει την κλήση σε απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου ή την απαλλαγή του χωρίς αυτήν.
Ζ. ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Άρθρο 138
Κλήση σε απολογία
1.Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης, δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.
2.Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο (2) εργάσιμες ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο, και από τρεις (3) εργάσιμες ημέρες, όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, εφόσον υποβάλλεται πριν από την έκδοση της απόφασης.
Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή εγγράφου απολογίας.
3.Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία, ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 122 του παρόντος, σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στα όργανα του άρθρου 123 του παρόντος, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.
4.Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατούται με την έκδοση της απόφασης.
Άρθρο 139
Απολογία
1.Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως. Ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου επιτρέπεται στον διωκόμενο και η προφορική συμπληρωματική απολογία.
2.Η απολογία παραδίδεται με απόδειξη στο όργανο το οποίο καλεί σε απολογία.
Μπορεί, όμως, και να αποσταλεί ταχυδρομικώς, με συστημένη επιστολή, ή να κατατεθεί σε δημόσια αρχή για αποστολή. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου το εμπρόθεσμο της υποβολής της κρίνεται από το χρόνο της ταχυδρόμησης ή της κατάθεσης στη δημόσια αρχή.
3.Πριν από την απολογία ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης. Το γεγονός ότι έλαβε γνώση αποδεικνύεται με πράξη η οποία υπογράφεται από τον υπάλληλο ο οποίος τηρεί το φάκελο και από τον διωκόμενο ή μόνο από τον πρώτο, αν ο δεύτερος αρνηθεί να υπογράψει. Αν ο διωκόμενος υπάλληλος δεν υπηρετεί στην έδρα του οργάνου που τον καλεί σε απολογία, του χορηγείται σχετική άδεια.
4.Με την απολογία του ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας και η διάρκεια της εναπόκεινται στην κρίση του οργάνου το οποίο τον καλεί σε απολογία.
Η. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Άρθρο 140
Προσδιορισμός δικασίμου Παράσταση διωκομένου
1.Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της, ο Πρόεδρος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση. Η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης ανακοινώνονται εγγράφως στον διωκόμενο πριν από τέσσερις (4) εργάσιμες τουλάχιστον ημέρες.
2.Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων των άρθρων 123 και 124 του παρόντος. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
3.Αν το Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθεσης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση.
4.Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του χορηγεί ανάλογη άδεια, για να προσέλθει ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου κατά την κρίση της υπόθεσής του.
Άρθρο 141
και εξαίρεση μελών Υπηρεσιακού Συμβουλίου
1.Μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου που δεν δικαιούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 131 του παρόντος ή έχουν διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεση του κατά την κρίση της υπόθεσης αυτής.
2.Ο διωκόμενος, μπορεί με έγγραφη αίτηση του, να ζητήσει την εξαίρεση μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη υπάρχει απαρτία. Η αίτηση αυτή, που υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Για την αίτηση εξαίρεσης το Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποφασίζει αιτιολογημένα με συμμετοχή των νόμιμων αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση.
Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθεί το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το Συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του, εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή το Συμβούλιο αποφασίζει αμέσως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως με τα υπόλοιπα μέλη του.
3.Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 118 του παρόντος, αποκλείεται να μετάσχει στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.
Δεν μπορούν να εξαιρεθούν μέλη τακτικά ή αναπληρωματικά περισσότερα από τα απαιτούμενα για να έχει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο απαρτία.
Θ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 142
Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο
Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση του διωκομένου επιδίδονται από υπάλληλο Ο.Τ.Α. στον ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία του σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί. Γ ια την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό.
Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση, το έγγραφο της κλήσεως σε απολογία τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου και συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από έναν μάρτυρα. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση. Αν ο υπάλληλος είναι άγνωστης διαμονής, το έγγραφο της κλήσεως σε απολογία τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του και συντάσσεται σχετικό αποδεικτικό.
Άρθρο 143
Εκτίμηση αποδείξεων
1.Το πειθαρχικό όργανο εκτιμά ελευθέρως τις αποδείξεις. Γ ια να μορφώσει την κρίση του, μπορεί να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύπτουν από την πειθαρχική διαδικασία αλλά από άλλη νόμιμη διαδικασία, εφόσον έλαβε γνώση αυτών ο διωκόμενος.
2.Συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία διαπιστώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής κρίσης μόνον εφόσον ο διωκόμενος κληθεί σε απολογία και για αυτά.
3.Η κρίση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα και να είναι ειδικώς αιτιολογημένη.
Άρθρο 144
Πειθαρχική απόφαση
1.Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως.
2.Στην απόφαση μνημονεύονται:
α. ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης της, β. το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, γ. το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμενου,
δ. τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε. η υποβολή ή όχι απολογίας, στ. η αιτιολογία της απόφασης, ζ. η αιτιολογημένη γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και η. η απαλλαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται.
Η παράλειψη των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια Α', Β' και Γ', εκτός του ονοματεπωνύμου, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.
3.Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το όργανο που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό όργανο, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα.
4.Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε αντίγραφο, με τη φροντίδα της υπηρεσίας, στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 142 του παρόντος. Στον υπάλληλο γνωστοποιούνται επίσης τα ένδικα μέσα που δικαιούται να ασκήσει.
5.Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται. Ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση πρόδηλης παρανομίας. Ανάκληση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου γίνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Πειθαρχική απόφαση που υπόκειται σε ένσταση δεν ανακαλείται.
Η αίτηση για ανάκληση της πειθαρχικής απόφασης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της στον υπάλληλο.
Αν η ανάκληση δεν γίνει εντός τριμήνου, λογίζεται ότι το αίτημα της ανάκλησης έχει απορριφθεί.
Ι. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 145
Ένσταση
1.Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων, καθώς και των συλλογικών οργάνων του άρθρου 123 του παρόντος υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
2.Οι αποφάσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, από τον υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών δύο (2) μηνών και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και της οριστικής παύσεως. Όλες οι αποφάσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, υπέρ του Ο.Τ.Α., κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο Β' της επόμενης παραγράφου. Οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 118 του παρόντος, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, από τον υπάλληλο ή τη Διοίκηση.
3.Ένσταση ενώπιον του Υπηρεσιακού ή του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δικαιούνται να ασκήσουν:
α. ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και’
β. υπέρ του Ο.Τ.Α. ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος.
4.Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό.
5.Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν κρίνουν μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ αυτού, δεν μπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του. Όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της
Διοικήσεως, δεν μπορούν να επιβάλουν ελαφρύτερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε.
Όταν ασκούνται ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της Διοικήσεως, το Πειθαρχικό Συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει.
6.Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές ποινές στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή και της προσωρινής και οριστικής παύσεως.
Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων κατά το χρόνο της αναστολής διατηρούνται σε ισχύ.
7.Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η ένσταση κατά αποφάσεων του Υπηρεσιακού Συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό κατατίθεται σε αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει αμελλητί στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με τον πλήρη φάκελο της απόφασης.
Άρθρο 146
Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
1.Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 118 του παρόντος, μπορούν να ζητήσουν τα όργανα της παρ. 1 του άρθρου
123του παρόντος, όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση, και ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από τη δημοσίευσή της.
2.Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας απευθύνεται στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά περίπτωση, στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.
3.Αν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση, κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε επιβληθεί.
Αν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή ή να απαλλαγεί ο υπάλληλος. Όταν ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί με οριστική ή προσωρινή παύση, ή υποβιβασμό, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο μπορεί κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας να αποφασίσει και τη βαθμολογική ή μισθολογική του αποκατάσταση. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο υπάλληλος παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί.
Άρθρο 147
Προσφυγή
1.Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσεως.
2.Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά:
α) των πειθαρχικών αποφάσεων των οργάνων που αναφέρονται στην περ. Α' της παρ. 1 του άρθρου 122 του παρόντος.
β) των αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή και της προσωρινής παύσεως.
γ) των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων της παρ.
1του άρθρου 123 του παρόντος.
3.Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου.
4.Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο μπορούν με απόφαση τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντος ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγηση της άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει.
5.Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Διοικητικό Εφετείο, όταν κρίνουν μετά από προσφυγή, δεν μπορούν να χειροτερεύσουν τη θέση του υπαλλήλου.
ΙΑ. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΟΙΝΩΝ
Άρθρο 148
Εκτέλεση απόφασης
1.Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από τον οικείο Ο.Τ.Α.. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
2.Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3.Κατά το χρόνο της προσωρινής παύσης ο υπάλληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
4.Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό, δεν κρίνεται για προαγωγή πριν παρέλθει από την επιβολή της ποινής χρονικό διάστημα ίσο με το ήμισυ του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή.
5.Η επιβολή της ποινής της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή περιλαμβάνει και το δικαίωμα επιλογής για θέσεις προϊσταμένων.
6.Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει πρόστιμο, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου, προς τον οποίο αποστέλλεται υποχρεωτικά από την εκδούσα αρχή αμέσως μετά την τελεσιδικία της απόφασης, αντίγραφο αυτής. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως Δημοτικών και Κοινοτικών Εσόδων.
Γ ια την καταβολή βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του.
Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Όταν αυτό ορίζεται έως το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του, παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Όταν είναι μεγαλύτερο, παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα.
Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του υπαλλήλου. Το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του προϋπολογισμού του οικείου Ο.Τ.Α..
Άρθρο 149
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών
1.Διαγράφονται αυτοδικαίως η ποινή της επίπληξης μετά τρία (3) έτη, του προστίμου μετά πέντε (5) έτη και οι λοιπές ποινές, εκτός από την ποινή της οριστικής παύσης, μετά δέκα (10) έτη, εφόσον κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ο υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή. Ο χρόνος της διαγραφής υπολογίζεται από την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής.
2.Ο πειθαρχικός φάκελος ποινής που διαγράφεται, αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, τίθεται στο αρχείο του Ο.Τ.Α. και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσεως αυτού.
Άρθρο 150
Δαπάνες πειθαρχικής διαδικασίας
1.Η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ατελώς.
2.Όταν διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη, οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από το πειθαρχικό όργανο και καταβάλλονται από τον οικείο Ο.Τ.Α.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB'
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Α. ΛΟΓΟΙ ΛΥΣΕΩΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Άρθρο 151
Λόγοι λύσεως
Η υπαλληλική σχέση λύεται με το θάνατο, την αποδοχή της παραίτησης, την έκπτωση και την απόλυση του υπαλλήλου.
Β. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Άρθρο 152
Παραίτηση
1.Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρείται, ότι δεν έχουν γραφεί.
2.Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, εάν κατά την υποβολή της εκκρεμεί ποινική δίωξη για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. Α' της παρ. 1 του άρθρου 16 του παρόντος ή για κακούργημα ή πειθαρχική δίωξη ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, ή αν ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της παραίτησης και πριν από την αποδοχή της.
Στην περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης μετά την υποβολή αίτησης παραίτησης, εφόσον η πειθαρχική υπόθεση δεν εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό εντός έξι (6) μηνών, ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση παραίτησης κατά τους όρους του παρόντος άρθρου.
3.Ο υπάλληλος που έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 65 του παρόντος δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο χρόνος που ορίζεται στη διάταξη αυτή.
4.Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
5.Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αιτήσεως. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6.Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν την παραίτηση του υπαλλήλου σε ειδικές περιπτώσεις, διατηρούνται σε ισχύ.
Γ. ΕΚΠΤΩΣΗ
Άρθρο 153
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
α. καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 16 του παρόντος, ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία,
β. του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 154
Επαναφορά στην υπηρεσία μετά από έκπτωση
1.Ο υπάλληλος που εξέπεσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, επανέρχεται στην υπηρεσία από την οποία εξέπεσε, μετά από έκδοση προεδρικού διατάγματος, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αίρει τις συνέπειες της ποινής.
2.Η επαναφορά γίνεται σε κενή οργανική θέση με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου. Αν δεν υπάρχει κενή θέση επαναφέρεται σε προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση επαναφοράς και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί, οπότε καταργείται αυτοδικαίως η προσωποπαγής θέση.
Η πράξη επαναφοράς δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 155
Έκπτωση λόγω απώλειας ιθαγένειας
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας από την ημερομηνία κατά την οποία απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δ. ΑΠΟΛΥΣΗ
Άρθρο 156
Λόγοι απόλυσης
Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους:
α. επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης,
β. σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
γ. κατάργηση της θέσεως στην οποία υπηρετεί,
δ. συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας,
ε. ακαταλληλότητα κατά το άρθρο 97 του παρόντος.
Άρθρο 157
Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα
1.Ο υπάλληλος απολύεται, ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 104 του παρόντος. Δεν απολύεται ο υπάλληλος αν η ανικανότητα του επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων.
2.Ο υπάλληλος που απολύεται σύμφωνα με την παρ.
1του παρόντος άρθρου αναδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 158
Απόλυση λόγω κατάργησης θέσεως
1.Ο υπάλληλος απολύεται, αν καταργηθεί η θέση στην οποία υπηρετεί.
2.Αν καταργηθούν ορισμένες μόνο θέσεις του ίδιου κλάδου, απολύονται οι υπάλληλοι οι οποίοι συγκεντρώνουν τα λιγότερα ουσιαστικά προσόντα, ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
3.Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση κατάργησης θέσεων μετά από συγχώνευση κλάδων ή υπηρεσιών.
4.Οι κατά τις ανωτέρω διατάξεις προς απόλυση υπάλληλοι δικαιούνται με αίτησή τους να μεταταγούν σε κενή οργανική θέση άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. α και Β' βαθμού.
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και η διαδικασία μετάταξης.
5.Ο υπάλληλος δικαιούται να επαναδιορισθεί, αν επανασυσταθεί η ίδια ή όμοια θέση μέσα σε ένα (1) έτος από την απόλυσή του.
Άρθρο 159
Απόλυση λόγω ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας
1.Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.
2.Κατ’ εξαίρεση, ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας και τριανταπέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας.
Αν ο υπάλληλος, κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, δεν έχει συμπληρώσει τριανταπέντε (35) ετών πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία, παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής, και πάντως όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας του.
3.Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης.
4.Ως πραγματική υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ. Α. με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ή που αναγνωρίζεται ως πραγματική υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις. Ο χρόνος στράτευσης πριν από την έναρξη της υπαλληλικής σχέσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
5.Οι υπάλληλοι οι οποίοι κατά τη μονιμοποίηση τους διατήρησαν το ασφαλιστικό καθεστώς του Ι.Κ.Α., απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία από την ημερομηνία κατάθεσης των δικαιολογητικών συνταξιοδότησης τους από τον οικείο φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή συντάξιμη υπηρεσία.
Άρθρο 160
Πράξη λύσεως υπαλληλικής σχέσης
1.Η υπαλληλική σχέση λύεται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2.Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης, η υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευση της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο του εικοσαημέρου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΙΔΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Άρθρο 161
Γενικοί Γραμματείς Δήμων
1.Δήμοι με πληθυσμό πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους και Δήμοι που είναι πρωτεύουσες νομών ως και Σύνδεσμοι Δήμων, Δήμων και Κοινοτήτων ή Κοινοτήτων με συνολικό πληθυσμό των μελών τους πάνω από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) κατοίκους, εφόσον έχουν ανάλογη οικονομική δυνατότητα, μπορούν με τον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας τους να συνιστούν θέση μετακλητού Γενικού Γραμματέα.
2.Ο Γενικός Γραμματέας διορίζεται και απολύεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Γενικός Γραμματέας παύει να ασκεί τα καθήκοντα του και απολύεται αυτοδικαίως όταν ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος του Συνδέσμου που τον προσέλαβε απολέσει την ιδιότητά του για οποιονδήποτε λόγο. Ο Γ ενικός Γραμματέας πρέπει να κατέχει πτυχίο Πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι.
3.Στις θέσεις αυτές επιτρέπεται και ο διορισμός υπαλλήλων και λειτουργών του δημόσιου τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ισχύει, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία υπηρετούν σε αυτές. Επίσης στις θέσεις αυτές επιτρέπεται και ο διορισμός υπαλλήλων των Ν.Α.. Εξαιρούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούν στον ίδιο Δήμο ή Σύνδεσμο. Ο χρόνος υπηρεσίας τους που διανύεται στις θέσεις αυτές λογίζεται, για όλες τις συνέπειες, ως πραγματική υπηρεσία στην οργανική τους θέση. Σε περίπτωση αποχώρησης τους από την παραπάνω θέση επανέρχονται αυτοδικαίως στη θέση που κατείχαν πριν από το διορισμό τους. Αν η θέση αυτή δεν είναι κενή, θεωρούνται ότι κατέχουν ομοιόβαθμη προσωρινή θέση, που συνιστάται αυτοδικαίως και καταργείται επίσης αυτοδικαίως, όταν αποχωρήσουν από την υπηρεσία.
4.Οι αποδοχές του Γενικού Γραμματέα καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., η οποία παρέχεται εντός μηνός αφότου ζητηθεί.
Τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου δεν λαμβάνουν τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης.
5.Ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος του Συνδέσμου μπορεί με απόφασή του να αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα την υπογραφή με εντολή του εγγράφων και πιστοποιητικών, πλην χρηματικών ενταλμάτων.
Άρθρο 162
Ιδιαίτεροι Γραμματείς Δημάρχων
1.Σε Δήμο που είναι πρωτεύουσα Νομού ή έχει πληθυσμό πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους μπορεί με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του να συνιστάται θέση μετακλητού Ιδιαίτερου Γραμματέα Δημάρχου στον οποίο καταβάλλονται αποδοχές Ειδικού Συνεργάτη Δήμου.
2.Ο Ιδιαίτερος Γραμματέας διορίζεται και απολύεται με απόφαση του Δημάρχου, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Ιδιαίτερος Γραμματέας παύει να ασκεί τα καθήκοντα του και απολύεται αυτοδικαίως αμέσως μόλις ο Δήμαρχος που τον προσέλαβε αποβάλει την ιδιότητά του για οποιονδήποτε λόγο.
Άρθρο 163
Ειδικοί Σύμβουλοι Επιστημονικοί Συνεργάτες Ειδικοί Συνεργάτες των Ο.Τ.Α.
1.Συνιστώνται στους Δήμους ισάριθμες με τους Αντιδημάρχους θέσεις Ειδικών Συμβούλων ή Ειδικών Συνεργατών ή Επιστημονικών Συνεργατών. Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Συνδέσμου Δήμων, Δήμων και Κοινοτήτων ή Κοινοτήτων, με συνολικό πληθυσμό των μελών του πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) κατοίκους, μπορεί να συνιστάται μία θέση Ειδικού Συνεργάτη. Οι ανωτέρω προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβεί τη θητεία της δημοτικής περιόδου εντός της οποίας προσλήφθηκαν, και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.
2.Οι Ειδικοί Σύμβουλοι, οι Ειδικοί Συνεργάτες και οι Επιστημονικοί Συνεργάτες δεν παρεμβάλλονται στην οργανωτική και βαθμολογική κλίμακα, ούτε οι θέσεις τους έχουν αντιστοιχία με τις θέσεις της κλίμακας αυτής. Υπόκεινται απευθείας στην ιεραρχική εξάρτηση του οικείου Δημάρχου ή του Προέδρου του Συνδέσμου, για την επικουρία του οποίου έχουν προσληφθεί, και είναι ανεξάρτητοι από το Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό ιδιωτικού δικαίου, που προσλαμβάνεται σε οργανικές θέσεις για την εξυπηρέτηση διαρκών αναγκών.
3.Για την πλήρωση των θέσεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού απαιτούνται:
α. τα γενικά προσόντα διορισμού που προβλέπονται για τους υπαλλήλους του πρώτου μέρους του παρόντος,
β. πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή T.E.I, της ημεδαπής ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της αλλοδαπής,
γ. ειδίκευση σε επιστημονικό ή επαγγελματικό τομέα αρμοδιοτήτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αποδεικνύεται με αξιόλογη επιστημονική ενασχόληση (δημοσιεύσεις, συμμετοχή σε συνέδρια, ομάδες εργασίας κ.λπ.) ή αξιόλογη επαγγελματική απασχόληση ή επαρκείς γνώσεις και σημαντική εμπειρία, ανάλογη με τα αντικείμενα απασχόλησης. Επίσης, η ειδίκευση αυτή μπορεί να αποδεικνύεται και από την ιδιότητα των προσλαμβανομένων ως επαγγελματιών ειδικής εμπειρίας.
Ειδικά για τους Επιστημονικούς Συνεργάτες, απαιτούνται επιπλέον και διδακτορικό δίπλωμα ή τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών Ανώτατης Σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή αξιόλογες ειδικές μελέτες, σχετιζόμενα με το αντικείμενο της απασχόλησης τους.
4.Η πλήρωση των θέσεων Ειδικών Συμβούλων, Ειδικών Συνεργατών και Επιστημονικών Συνεργατών, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ενεργείται, ύστερα από δημόσια γνωστοποίηση δια του Τύπου, με απόφαση του Δημάρχου ή του Προέδρου του Συνδέσμου, ο οποίος και προσλαμβάνει τα πρόσωπα που είναι, κατά την κρίση του, κατάλληλα. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει τις δραστηριότητες και τα ειδικότερα καθήκοντα με τα οποία θα απασχοληθεί ο προσλαμβανόμενος.
Η πρόσληψη ολοκληρώνεται με την υπογραφή από τον προσλαμβανόμενο ειδικής συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, από την οποία και συνάπτεται η εργασιακή σχέση με το Δήμο ή το Σύνδεσμο και αρχίζει η υποχρέωση του προσλαμβανόμενου για παροχή υπηρεσιών.
5.Η πλήρωση των θέσεων Ειδικών Συμβούλων, Ειδικών Συνεργατών ή Επιστημονικών Συνεργατών μπορεί να γίνει και με απόσπαση από θέση του δημόσιου τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ισχύει. Επίσης μπορεί να γίνει και με απόσπαση από Ν.Α. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 1416/1984 (ΦΕΚ 18Α').
Οι αποσπώμενοι κατά το χρόνο της απόσπασης τους εξακολουθούν να υπάγονται στους φορείς ασφάλισης όπου είναι ασφαλισμένοι.
6.Οι Ειδικοί Σύμβουλοι, οι Ειδικοί Συνεργάτες και οι Επιστημονικοί Συνεργάτες δεν ασκούν αποφασιστικές αρμοδιότητες οποιασδήποτε μορφής.
Παρέχουν συμβουλές και διατυπώνουν εξειδικευμένες γνώμες, γραπτά ή προφορικά, για το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων του Δήμου ή του Συνδέσμου, τον οποίο έχουν ορισθεί να εξυπηρετήσουν. Το συμβουλευτικό τους έργο απευθύνεται προς τον Δήμαρχο, το Δημοτικό Συμβούλιο και τη Δημαρχιακή Επιτροπή ή προς τον Πρόεδρο του Συνδέσμου, το Διοικητικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή, ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους.
Ειδικά οι Επιστημονικοί Συνεργάτες παρέχουν υπηρεσίες, μέσα στον κύκλο των γνώσεων τους, σε εξειδικευμένα επιστημονικά και τεχνικά θέματα, που μπορεί να αναφέρονται στη διενέργεια ερευνών, εκπόνηση μελετών, σύνταξη εκθέσεων, υποβολή προτάσεων ή εισηγήσεων, επεξεργασία και παρουσίαση στοιχείων απαραίτητων για την πραγμάτωση των σκοπών του Δήμου ή του Συνδέσμου, παροχή επιστημονικής ή τεχνολογικής βοήθειας σε ειδικά θέματα που απασχολούν τις οργανωτικές μονάδες του Δήμου, συστηματική παρακολούθηση της επιστήμης και τεχνολογίας στον τομέα της δραστηριότητας τους, τήρηση αρχείου ελληνικών και ξένων βιβλιογραφικών δεδομένων, ή σε κάθε άλλη εργασία που τους ανατίθεται από τον οικείο Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο του Συνδέσμου.
7.Το έργο των Ειδικών Συμβούλων, των Ειδικών Συνεργατών και των Επιστημονικών Συνεργατών δεν είναι ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του Δικηγόρου, αλλά αναστέλλει την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Για όσους έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, η άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος τους είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση των καθηκόντων του Ειδικού Συμβούλου, του Ειδικού Συνεργάτη και του Επιστημονικού Συνεργάτη. Με απόφαση του Γενικού Γ ραμματέα της Περιφέρειας μπορεί να εισαχθούν εξαιρέσεις στην εφαρμογή αυτής της παραγράφου, μόνο όταν πρόκειται για πρόσληψη Ειδικού ή Επιστημονικού Συνεργάτη. Στην περίπτωση αυτή έχει ανάλογη εφαρμογή η παρ. 3 περ. Α' του άρθρου 29 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α').
8.Οι αποδοχές των Ειδικών Συμβούλων, των ΕιδικώνΣυνεργατών και των Επιστημονικών Συνεργατών, τα κατ’ αποκοπήν έξοδα κίνησης αυτών, καθώς και η αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., η οποία παρέχεται εντός μηνός αφότου ζητηθεί.
9.Η σύμβαση εργασίας των Ειδικών Συμβούλων, των Επιστημονικών Συνεργατών και των Ειδικών Συνεργατών λύεται με το θάνατο, την έκπτωση, την παραίτηση και την καταγγελία της, ή την πάροδο είκοσι (20) ημερών από την αποχώρηση του Δημάρχου ή του Προέδρου του Συνδέσμου, εφόσον οι αντικαταστάτες τους δεν εκδηλώσουν με πράξη τους τη συγκατάθεσή τους για τη διατήρησή τους.
Η απόλυση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ή η αποδοχή της παραίτησης ενεργείται με απόφαση του Δημάρχου ή του Προέδρου του Συνδέσμου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευση της.
Η λύση της εργασιακής σύμβασης επέρχεται με την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της κατά τα ανωτέρω αποφάσεως ή με την παρέλευση άπρακτης της 20ήμερης προθεσμίας, γίνεται δε αζημίως για τον οικείο φορέα.
Στην περίπτωση της έκπτωσης του Συμβούλου ή Συνεργάτη ή της αποχώρησης του Δημάρχου ή του Προέδρου του Συνδέσμου, η λύση της εργασιακής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως και αζημίως για το φορέα, η δε σχετική πράξη έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα.
Άρθρο 164
Εφημέριοι Ιεροδιάκονοι δημοτικών κοιμητηρίων
1.Ο αριθμός των Εφημερίων και των Ιεροδιακόνων που προσλαμβάνονται στους μη Ενοριακούς Ναούς των Κοιμητηρίων που τελούν υπό τη διοίκηση και τη διαχείριση των Δήμων και Κοινοτήτων καθορίζεται με απόφαση του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη.
2.Ο βασικός μισθός με τις προσαυξήσεις και τα επιδόματα του προσωπικού του παρόντος άρθρου ορίζεται από τις διατάξεις για τη μισθοδοσία των Εφημερίων και Ιεροδιακόνων των ιερών ναών, όπως ισχύουν, και καταβάλλεται σε βάρος του προϋπολογισμού του οικείου Δήμου ή Κοινότητας.
Άρθρο 165
Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων
1.Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας των Δήμων και των Ιδρυμάτων τους μπορεί να συνιστώνται μόνο θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής. Η πρόσληψη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α., με σχέση έμμισθης εντολής και με τη διαδικασία που καθορίζεται με το ν. 1649/1986 (ΦΕΚ 149 Α'), όπως ισχύει.
2.Με τη διαδικασία της παρ. 1 μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου σε Δήμους με πληθυσμό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε Δήμους με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς Δήμους ο αριθμός των συνιστώμενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
3.Οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται σε Δήμους ή Ιδρύματα τους παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους Δήμους, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σε άλλα ιδρύματα των ίδιων Δήμων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή.
4.Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Συνδέσμου Δήμων, Δήμων και Κοινοτήτων ή Κοινοτήτων, με συνολικό πληθυσμό των μελών τους πάνω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους, μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου με σχέση έμμισθης εντολής.
5.Οι απασχολούμενοι σύμφωνα με τα παραπάνω δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου Ο.Τ.Α. για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών.
6.Οι διατάξεις που διέπουν τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των Ο.Τ.Α. για τη χορήγηση και τη διάρκεια κανονικών και αναρρωτικών αδειών εφαρμόζονται αναλόγως και για τους δικηγόρους που απασχολούνται κατά τις προηγούμενες παραγράφους.
7.Για τη λύση της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρου απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση του Δημοτικού ή του Διοικητικού Συμβουλίου.
Άρθρο 166
Αντιμισθία δικηγόρων
1.Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. με σχέση έμμισθης εντολής.
2.α. Η πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των Δήμων, των Ιδρυμάτων και των Συνδέσμων τους διαμορφώνεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ 195 Α').
2.β.Το επίδομα θέσεως που χορηγήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 3274/2004 και ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί του συνόλου της αντιμισθίας καταβάλλεται και στους δικηγόρους που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης οργανικής μονάδας των Δήμων.
3.Στους παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2685/ 1999 (ΦΕΚ 35 Α') και το επίδομα της περιπτώσεως Γ' της παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α), όπως ισχύουν.
Άρθρο 167
Γενικά προσόντα πρόσληψης Κωλύματα διορισμού
Γ ια το διορισμό στις θέσεις των άρθρων 161 έως και 165 του παρόντος μέρους ισχύουν τα προσόντα και τα κωλύματα των άρθρων 11 έως και 17, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.
Ειδικά για τις θέσεις του άρθρου 161, αποκλείεται ο διορισμός προσώπου που είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και Β' βαθμού προς τον Δήμαρχο και τον Πρόεδρο του Συνδέσμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α' ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 168
Περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού
1.Η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου από τους Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μόνο:
α. για την κάλυψη οργανικών θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού, καθώς και μουσικών, που προβλέπονται από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και δεν υπάγεται στη διαδικασία της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α'), όπως ισχύει κάθε φορά, διενεργείται δε από τον οικείο Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 όπως ισχύει,
β. για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών,
γ. για την κάλυψη παροδικών αναγκών που δεν είναι απρόβλεπτες και επείγουσες.
2.Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού και η διαδικασία πρόσληψης.
Άρθρο 169
Προσόντα πρόσληψης
1.Για την πλήρωση των θέσεων του κεφαλαίου αυτού απαιτούνται τα γενικά προσόντα που προβλέπονται κάθε φορά για τους μόνιμους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α..
2.Οι προσλαμβανόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για τη συνδρομή των προσόντων της παρ. 1 υποβάλλουν στην αρμόδια για την πρόσληψη υπηρεσία υπεύθυνη δήλωση. Αν η δήλωση είναι ψευδής ή ανακριβής ως προς οποιοδήποτε προσόν, η σύμβαση εργασίας είναι αυτοδικαίως άκυρη και η πρόσληψη ανακαλείται υποχρεωτικά. Κατώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης για το προσωπικό της παραγράφου αυτής ορίζεται το 18ο έτος συμπληρωμένο, χωρίς να απαιτείται εκπλήρωση από τον προσλαμβανόμενο των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Σε περίπτωση στράτευσης κατά τη διάρκεια της εργασιακής σύμβασης του, η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως, χωρίς καμιά αποζημίωση.
3.Ειδικά για την πρόσληψη σε θέσεις βοηθητικού ή ανειδίκευτου προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, τα κωλύματα διορισμού που οφείλονται σε προηγούμενη εγκληματική δράση δεν ισχύουν για άτομα τα οποία έχουν εκτίσει την ποινή ή τα μέτρα ασφαλείας που τους έχουν επιβληθεί ή έχουν απολυθεί υπό όρο.
Άρθρο 170
Πράξη πρόσληψης Τοποθέτηση Δοκιμαστική υπηρεσία
1.Η πρόσληψη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου. Στην απόφαση πρόσληψης αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του προσλαμβανόμενου και το είδος της εργασίας.
2.Η απόφαση πρόσληψης αποστέλλεται ταχυδρομικά και με απόδειξη στη διεύθυνση κατοικίας του προσλαμβανόμενου ή του τυχόν οριζόμενου από αυτόν αντιπροσώπου, ο οποίος καλείται να αναλάβει υπηρεσία εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών.
3.Η σύμβαση εργασίας με τον αναφερόμενο στην απόφαση πρόσληψης λογίζεται ότι καταρτίσθηκε με την ανάληψη υπηρεσίας, η οποία βεβαιώνεται από την υπηρεσία.
4.Η απόφαση πρόσληψης ανακαλείται αν ο προσληφθείς δεν αποδέχθηκε αυτή, ρητά ή σιωπηρά, εντός της προθεσμίας της παρ. 2.
5.Ειδικά για το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, στην απόφαση πρόσληψης ορίζεται και ο χρόνος διάρκειας της σύμβασης εργασίας μέσα στο ανώτατο όριο που προβλέπουν οι αντίστοιχες διατάξεις πρόσληψης.
6.Η τοποθέτηση του προσωπικού σύμφωνα με την πρόσληψη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου.
7.Για το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 45 του παρόντος.
Άρθρο 171
Καθήκοντα Περιορισμοί και αστική ευθύνη των υπαλλήλων
Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ' του πρώτου μέρους εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Άρθρο 172
Αποδοχές
1.Οι αποδοχές του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α) όπως ισχύει.
2.Η αξίωση για λήψη αποδοχών αρχίζει με την ανάληψη υπηρεσίας.
3.Οι αποδοχές καταβάλλονται δεδουλευμένες, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή αποδοχών ανά δεκαπενθήμερο και στην αρχή του κάθε δεκαπενθημέρου δεν θίγονται.
4.Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, το οποίο δεν θα απασχοληθεί κατά τις αργίες χωρίς δική του υπαιτιότητα, λαμβάνει για κάθε αργία ποσό ίσο με το 1/25 του μισθού του ή ένα ημερομίσθιο χωρίς άλλη προσαύξηση. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των Κυριακών.
5.Αποδοχές δεν οφείλονται στον προσληφθέντα για υπηρεσία που δεν παρασχέθηκε, καθόλου ή εν μέρει, από υπαιτιότητά του.
6.Η αξίωση για λήψη αποδοχών παύει με τη λύση της σύμβασης εργασίας.
Άρθρο 173
Διαδικασία περικοπής αποδοχών
Κάθε φορά που δεν οφείλονται αποδοχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, η περικοπή αυτών ενεργείται με πράξη του εντεταλμένου την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών, που ειδοποιείται σχετικά από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας. Η πράξη αυτή ανακοινώνεται με απόδειξη στον ενδιαφερόμενο.
Άρθρο 174
Κωλύματα παροχής εργασίας
1.Ο προσληφθείς διατηρεί την αξίωση για τις αποδοχές αν κωλύεται να εργασθεί για σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.
2.Η διάταξη του άρθρου 61 του παρόντος για τη διάρκεια των αναρρωτικών αδειών των μονίμων υπαλλήλων εφαρμόζεται ανάλογα και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι άδειες στο προσωπικό αυτό χορηγούνται ύστερα από γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 62 παρ. 2 έως και 6 και 63 του παρόντος.
Οι βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 62 του παρόντος.
3.Οποιοδήποτε ποσό το οποίο ο προσληφθείς δικαιούται να λάβει κατά τη διάρκεια του κωλύματος, λόγω υποχρεωτικής από το νόμο ασφάλισης, εκπίπτεται υποχρεωτικά από τις οφειλόμενες αποδοχές.
Άρθρο 175
Αναγγελία κωλύματος
1.Ο προσληφθείς υποχρεούται να αναγγείλει αμέσως στην υπηρεσία κάθε κώλυμα για παροχή εργασίας.
2.Εάν το κώλυμα οφείλεται σε ασθένεια του, υποχρεούται να προσκομίσει στην υπηρεσία βεβαίωση, που εκδίδεται από ιατρό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού σύμφωνα με τις κείμενες σε αυτόν διατάξεις, στην οποία πιστοποιείται η ανικανότητα για εργασία, καθώς και η πιθανή διάρκειά της.
3.Η μη αναγγελία του κωλύματος για παροχή εργασίας μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, καθώς και η μη προσκόμιση των δικαιολογητικών αποχής από την εργασία ταυτόχρονα με την ανάληψη της, αποτελούν πειθαρχικά αδικήματα.
Άρθρο 176
Υπερωριακή εργασία Απασχόληση κατά τις Κυριακές και αργίες
1.Η υπερωριακή απασχόληση επιτρέπεται για αντιμετώπιση εκτάκτων και επειγουσών αναγκών. Οι ώρες απασχόλησης καθορίζονται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
2.Για εργασία κατά τις Κυριακές ή αργίες, καθώς και για εργασία κατά τη νύχτα, καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία προσαυξήσεις. Για την παροχή της ανωτέρω εργασίας αποφασίζει το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια από άλλη αρχή. Αργίες είναι αυτές που ορίζονται για το μόνιμο προσωπικό των Ο.Τ.Α.
Άρθρο 177
Άδειες
1.Οι διατάξεις των άρθρων 54 έως και 60 και 65 έως και 67 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
2.Ειδικά για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, εφαρμόζονται οι παρ. 1, 2,3, 5 και 6 του άρθρου 57, η παρ. 6 του άρθρου 60 και το άρθρο 67. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
3.Ο μισθωτός δικαιούται από τον εργοδότη του αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο ή λήξεως του χρόνου απασχόλησης πριν λάβει τη δικαιούμενη κανονική άδεια δύο (2) ημερομισθίων για κάθε μήνα απασχόλησης του σε αυτόν τον εργοδότη, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο.
Για απασχόληση μικρότερη από έναν (1) μήνα, καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με τις αποδοχές που θα λάμβανε εάν του χορηγούνταν η άδεια.
Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων, προκειμένου για μισθωτούς που παρέχουν εργασία εκ περιτροπής ή διαλείπουσα, ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης.
ΤΜΗΜΑ Β'
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΛΥΨΗ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ Ο.Τ.Α.
Άρθρο 178
Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό Πλήρωση θέσεων
1.Η πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού γίνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για την κάλυψη αντίστοιχων οργανικών θέσεων που προβλέπονται στους οικείους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας.
2.Γ ια την πλήρωση των θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Άρθρο 179
Πρόσληψη μουσικών
Η πρόσληψη μουσικών με πλήρη ή μερική απασχόληση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου επιτρέπεται σε οργανικές θέσεις, που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις κάθε υπηρεσίας.
Άρθρο 180
Σύσταση οργανικών θέσεων Ο.Τ.Α.
Οι οργανικές θέσεις του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των άρθρων 178 και 179 του παρόντος συνιστώνται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου Ο.Τ.Α.
Άρθρο 181
Μετάταξη από Ο.Τ.Α. σε Ο.Τ.Α.
Το προσωπικό του τμήματος αυτού επιτρέπεται να μεταταγεί από Ο.Τ.Α. σε άλλον Ο.Τ.Α.. Η μετάταξη ενεργείται ύστερα από αίτηση των υπαλλήλων σε αντίστοιχη κενή οργανική θέση. Η απόφαση για τη μετάταξη εκδίδεται από το αρμόδιο για διορισμό όργανο του Ο.Τ.Α. υποδοχής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου για διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α. της οργανικής θέσης και των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή οργανική θέση, η μετάταξη ενεργείται με μεταφορά της θέσης.
Άρθρο 182
Μετάταξη σε παραμεθόριες περιοχές
Οι διατάξεις του άρθρου 78 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό του τμήματος αυτού.
Άρθρο 183
Μετάταξη σε ανώτερη βαθμίδα
Το προσωπικό του τμήματος αυτού, το οποίο κατέχει ή αποκτά τίτλο σπουδών ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας σε σχέση με την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία ανήκει η θέση την οποία κατέχει, επιτρέπεται να μετατάσσεται σε κενή θέση αντίστοιχης εκπαιδευτικής βαθμίδας του τίτλου σπουδών που κατέχει, εφόσον ο τίτλος σπουδών του προβλέπεται ή αντιστοιχεί σε κλάδο ή ειδικότητα της υπηρεσίας του.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση, η μετάταξη γίνεται σε συνιστώμενη με την πράξη μετάταξης προσωποπαγή θέση, ειδικότητας αντίστοιχης του τίτλου σπουδών που κατέχει ο μετατασσόμενος ή παρεμφερούς με τους υπάρχοντες κλάδους μόνιμου προσωπικού, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, με δέσμευση κενής θέσης μόνιμου προσωπικού. Οι προσωποπαγείς θέσεις καταργούνται αυτοδικαίως με την κατά οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση αυτών που τις κατέχουν. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 76 και του άρθρου 79 του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 184
Απόσπαση
1.Αν υπάρχει έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη επιτρέπεται να αποσπασθεί έως ένα (1) έτος υπάλληλος που υπάγεται στις διατάξεις του τμήματος αυτού, από το Δήμο ή Κοινότητα σε Δημοτικό ή Κοινοτικό Ίδρυμα ή Δημοτικό ή Κοινοτικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του ίδιου Ο.Τ.Α. ή σε Σύνδεσμο στον οποίο συμμετέχει ο Δήμος ή η Κοινότητα από τον οποίο γίνεται η απόσπαση και αντίστροφα, καθώς και μεταξύ Δημοτικού ή Κοινοτικού Ιδρύματος και Δημοτικού ή Κοινοτικού Νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου του ίδιου Δήμου ή της Κοινότητας.
Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής ή του Κοινοτικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής ή του Διοικητικού Συμβουλίου κατά περίπτωση.
Η απόσπαση μπορεί να παρατείνεται με την ίδια διαδικασία για ένα (1) ακόμη έτος.
2.Είναι δυνατή, μετά από σχετική αίτηση, η απόσπαση υπαλλήλων Δήμου ή Κοινότητας προς κοινωφελή επιχείρηση του Δήμου ή της Κοινότητας, για δύο (2) έτη, που μπορεί να παραταθούν για ισόχρονο διάστημα, εφόσον η σχετική ανάγκη αιτιολογείται επαρκώς. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του Δημάρχου ή του Προέδρου της Κοινότητας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης.
3.Ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται με απόσπαση στους ανωτέρω φορείς λογίζεται, για όλες τις συνέπειες, ως συνεχής πραγματική υπηρεσία στις οργανικές τους θέσεις.
4.Η απόσπαση παύει αυτοδικαίως όταν εξαντληθεί το χρονικό όριο της απόσπασης. Ο υπάλληλος με τη λήξη της απόσπασης επανέρχεται υποχρεωτικά στη θέση του, χωρίς άλλη διατύπωση.
5.Η απόσπαση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε πριν από τη λήξη των χρονικών ορίων του παρόντος άρθρου για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία.
6.Ο αποσπασμένος υπάλληλος που συμπλήρωσε τα κατά περίπτωση χρονικά όρια δεν επιτρέπεται να αποσπασθεί πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης απόσπασης.
7.Οι αποδοχές του υπαλλήλου που αποσπάσθηκε, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές, βαρύνουν το φορέα στον οποίο έγινε η απόσπαση.
8.Απαγορεύεται η απόσπαση υπαλλήλου: α) αν πρόκειται περί του μοναδικού υπαλλήλου που υπηρετεί στην οικεία ειδικότητα, β) πριν παρέλθει διετία από το διορισμό του.
9.Ειδικές διατάξεις νόμων που επιτρέπουν την απόσπαση υπαλλήλων αυτού του τμήματος διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 185
Μετακίνηση
Μετακίνηση προσωπικού σε θέση της ίδιας ή άλλης υπηρεσίας του ίδιου Ο.Τ.Α. ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
Άρθρο 186
Προσωπικό μητρώο Αξιολόγηση
Οι διατάξεις των άρθρων 30 και 84 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό του παρόντος τμήματος.
Άρθρο 187
Υπηρεσιακά συμβούλια
Όπου στις διατάξεις του παρόντος τμήματος προβλέπεται κρίση συμβουλίων, αρμόδια είναι τα υπηρεσιακά συμβούλια του μόνιμου προσωπικού, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 230 του παρόντος.
Άρθρο 188
Πειθαρχικά παραπτώματα
Οι διατάξεις των άρθρων 110 και 111 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό του τμήματος αυτού.
Άρθρο 189
Πειθαρχικές ποινές
1.Πειθαρχικές ποινές είναι:
α. η έγγραφη επίπληξη
β. το πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός (1) μηνός.
2.Πειθαρχική ποινή επιβάλλεται, εφόσον δεν δικαιολογείται καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο.
3.Το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Άρθρο 190
Πειθαρχικές δικαιοδοσίες
Πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν: α. οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι β. τα υπηρεσιακά συμβούλια.
Άρθρο 191
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι Αρμοδιότητα
Οι διατάξεις των άρθρων 121, 122 και 123 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό του τμήματος αυτού.
Άρθρο 192
Ενστάσεις
1.Οι πειθαρχικές αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων υπόκεινται σε ένσταση.
2.Η ένσταση ασκείται μόνο από αυτόν που τιμωρήθηκε εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης. Η ένσταση και η προθεσμία για την άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.
3.Αρμόδια για εκδίκαση της ένστασης είναι τα Υπηρεσιακά Συμβούλια του άρθρου 187 του παρόντος.
Άρθρο 193
Λοιπές πειθαρχικές ρυθμίσεις
Γ ια θέματα πειθαρχικού δικαίου και πειθαρχικής διαδικασίας για τα οποία δεν υφίσταται ρητή πρόβλεψη στις διατάξεις του τμήματος αυτού, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Α' μέρους του παρόντος.
Άρθρο 194
Περιπτώσεις λύσης της σύμβασης εργασίας
Η σύμβαση εργασίας λύεται: α. με το θάνατο β. με την έκπτωση γ. με την απόλυση δ. με την καταγγελία.
Άρθρο 195
Έκπτωση
Οι διατάξεις των άρθρων 153, 154 και 155 του Α' μέρους του παρόντος εφαρμόζονται και για το προσωπικό του τμήματος αυτού.
Άρθρο 196
Απόλυση
Οι προσλαμβανόμενοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος αυτού, απολύονται: α. για συμπλήρωση του ορίου ηλικίας β. για υπηρεσιακή ανεπάρκεια γ. για σωματική ή πνευματική ανικανότητα δ. για κατάργηση θέσεως ε. για συνταξιοδότηση.
Άρθρο 197
Απόλυση λόγω ορίου ηλικίας
1.Το προσωπικό του Κεφαλαίου αυτού, εκτός αν διαφορετικά ο νόμος ορίζει, απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Γ ια την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται πάντοτε η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης.
2.Κατ’ εξαίρεση της παραγράφου 1, το προσωπικό το οποίο δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης, διατηρείται στην υπηρεσία μέχρι να συμπληρώσει τέτοιο δικαίωμα και πάντως όχι πέρα από το 70ό έτος της ηλικίας του.
Γ ια την κατά την προηγούμενη παράγραφο διατήρηση του προσωπικού εκδίδεται πράξη του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου.
3.Η διάταξη της παραγράφου 2 δεν έχει εφαρμογή για όσους έχουν την ιδιότητα του συνταξιούχου του Δημοσίου ή Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης από δική τους υπηρεσία.
4.Για την κατά το άρθρο αυτό λύση της εργασιακής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου.
5.Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης που έχει συνταχθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από τη γέννηση. Αν δεν υπάρχει τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από τα μητρώα αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο δημοτών (Δημοτολόγιο) για τις γυναίκες. Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο μητρώο, επικρατεί η πρώτη εγγραφή. Βεβαίωση της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ουδέποτε λαμβάνεται υπόψη.
Άρθρο 198
Απόλυση για υπηρεσιακή ανεπάρκεια
1.Η απόλυση για υπηρεσιακή ανεπάρκεια αποφασίζεται αιτιολογημένα από το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, μετά από προηγούμενη κλήση του απασχολουμένου για να παράσχει εγγράφως ή προφορικώς τις αναγκαίες διασαφηνίσεις.
2.Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Άρθρο 199
Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα
1.Η απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα αποφασίζεται από το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετά από προηγούμενη διαπίστωση αυτής από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή στην οποία παραπέμπεται ο απασχολούμενος από την υπηρεσία του ή μετά από αίτηση ή σε περίπτωση που ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτής, από τον υπάλληλο ή την υπηρεσία του, από τη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού.
2.Η έφεση ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξης διαπίστωσης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής.
3.Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Άρθρο 200
Απόλυση λόγω κατάργησης θέσεως
1.Η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως με την κατάργηση της θέσης του απασχολούμενου. Αν μέσα σε ένα έτος από την απόλυση αυτή συσταθεί και πάλι η θέση που καταργήθηκε, ο απολυθείς προτιμάται για την κατάληψή της.
2.Σε περίπτωση που οι καταργούμενες θέσεις δεν εξειδικεύονται ή από το σύνολο των θέσεων κάποιας ειδικότητας ορισμένες μόνο καταργούνται, απολύονται εκείνοι που συγκεντρώνουν τα λιγότερα ουσιαστικά προσόντα, ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
3.Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να εισαγάγει την υπόθεση στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάργηση των θέσεων, και το Συμβούλιο να αποφασίσει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τότε που θα περιέλθει σε αυτό η υπόθεση.
4.Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 158 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό του τμήματος αυτού.
Άρθρο 201
Απόλυση λόγω συνταξιοδότησης
Το προσωπικό του παρόντος τμήματος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης συνταξιοδότησης του από τον οικείο φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε (35) έτη συντάξιμης υπηρεσίας. Η σχετική διαπιστωτική πράξη απόλυσης εκδίδεται το αργότερο μέσα σε έναν (1) μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.
Άρθρο 202
Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την υπηρεσία
1.Η σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί από την υπηρεσία οποτεδήποτε για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίο λόγο αποτελεί ιδίως:
α. η παράβαση της παρ. 1 περ. Α' του άρθρου 111 του παρόντος,
β. η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, γ. η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για το χειρισμό υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δ. η χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας, ε. η παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις, στ. η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους, ζ. η εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια, η. η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί ο Ο.Τ.Α. στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος ή επιτροπή μέλος της οποίας είναι αυτός.
2.Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να γίνει για οποιοδήποτε παράπτωμα αν:
α) κατά την προηγούμενη της διάπραξης αυτού διετία, είχαν επιβληθεί στον υπάλληλο τρεις τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ίσες με τις αποδοχές ενός (1) μηνός, ή
β) κατά το προηγούμενο της διάπραξης αυτού έτος, είχε τιμωρηθεί ο υπάλληλος για το ίδιο αδίκημα με πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές ενός (1) μηνός.
3.Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, μετά από σύμφωνη και αιτιολογημένη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την ανακοίνωση της απόφασης στον απασχολούμενο.
Άρθρο 203
Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον απασχολούμενο
1.Ο απασχολούμενος δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας οποτεδήποτε.
2.Η καταγγελία γίνεται με έγγραφη δήλωση του που υποβάλλεται στην υπηρεσία.
Άρθρο 204
Αποζημίωση
1.Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος, η αποζημίωση λόγω απολύσεως ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την υπηρεσία καθορίζεται ως εξής:
α. Για το προσωπικό που έχει συνεχή υπηρεσία από ένα έτος μέχρι τρία έτη οι αποδοχές ενός μήνα, πάνω από τρία και μέχρι έξι έτη οι αποδοχές δύο μηνών, πάνω από έξι και μέχρι οκτώ έτη οι αποδοχές τριών μηνών και πάνω από οκτώ και μέχρι δέκα έτη οι αποδοχές τεσσάρων μηνών.
β. Για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας μετά τα δέκα και μέχρι τριάντα έτη, η πιο πάνω αποζημίωση προσαυξάνεται με το ποσό των αποδοχών ενός μήνα.
2.Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, οι μηνιαίες αποδοχές δεν λαμβάνονται υπόψη κατά το ποσό που υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό τριάντα (30).
3.Το προσωπικό του παρόντος τμήματος, το οποίο δεν υπάγεται για τη χορήγηση σύνταξης στην ασφάλιση του Δημοσίου, εφόσον συμπληρώνει τις προϋποθέσεις λήψεως σύνταξης, μπορεί να αποχωρεί από την υπηρεσία, λαμβάνοντας το μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 50%, το δε μη επικουρικά το 60% της αποζημίωσης που ορίζεται από την παράγραφο 1 του παρόντος.
Στο προσωπικό αυτό που απολύεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 έως και 202 του παρόντος, εφόσον κατά το χρόνο της απόλυσης δικαιούται σύνταξη από δική του υπηρεσία από οποιονδήποτε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, καταβάλλεται αποζημίωση ίση με το 60% από αυτήν που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις α', β', γ' και στ' της παρ. 1 του άρθρου 202 του παρόντος, για τις οποίες δεν οφείλεται καμία αποζημίωση.
4.Αν η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου διήρκεσε πάνω από ένα έτος και λυθεί με το θάνατο του προσληφθέντος, καταβάλλεται στους κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα αναγκαίους κληρονόμους του, με εξαίρεση τα ενήλικα τέκνα, το 60% της οριζόμενης στην παράγραφο 1 του παρόντος αποζημίωσης. Την αποζημίωση αυτή δικαιούνται και τα ενήλικα τέκνα, εφόσον φοιτούν σε δημόσια ή αναγνωρισμένη σχολή ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και δεν έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους. Τα θήλεα τέκνα δικαιούνται την παραπάνω αποζημίωση ανεξάρτητα από ηλικία, εφόσον είναι άγαμα και δεν εργάζονται.
5.Το ποσοστό αποζημίωσης που προβλέπεται στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποζημίωσης του άρθρου 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως αυτό κάθε φορά αναπροσαρμόζεται.
ΤΜΗΜΑ Γ'
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Άρθρο 205
Πρόσληψη προσωπικού για αντιμετώπιση εποχικών περιοδικών και πρόσκαιρων αναγκών
1.Οι Ο.Τ.Α. επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για την αντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παρ. 217 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει.
Ο αριθμός των απασχολουμένων καθορίζεται με τους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας τους.
2.Ειδικά το προσωπικό που προσλαμβάνεται για κάλυψη αναγκών ανταποδοτικού χαρακτήρα δεν υπάγεται
στη διαδικασία έγκρισης της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α'), όπως ισχύει.
Άρθρο 206
Προσωπικό για κατεπείγουσες εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες Ο.Τ.Α.
1.Ειδικά επιτρέπεται η πρόσληψη προσωπικού οποιασδήποτε ειδικότητας με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από τους Ο.Τ.Α. για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου της οποίας η διάρκεια δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες μέσα σε συνολικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών. Ο υπολογισμός του δωδεκαμήνου γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 21 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α). Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης μέσα στο ανωτέρω δωδεκάμηνο διάστημα ή μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου είναι αυτοδικαίως άκυρες. Ο φορέας που διενεργεί την πρόσληψη αποστέλλει τον πίνακα των προσληπτέων κάθε φορά στο Α.Σ.Ε.Π., καθώς και όλους τους πίνακες προσληπτέων κάθε έτους, το αργότερο μέχρι την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Το Α.Σ.Ε.Π. διενεργεί έλεγχο για τη συνδρομή των όρων πρόσληψης της παρούσας περίπτωσης. Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι απασχολείται ή απασχολήθηκε προσωπικό κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, εφαρμόζεται η παράγραφος 15 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως συμπληρώθηκε και ισχύει.
2.Επιτρέπεται η πρόσληψη υπαλλήλου αντίστοιχης ειδικότητας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων, για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών που εμφανίζονται σε περίπτωση απουσίας τακτικού, μοναδικού στον κλάδο υπαλλήλου, λόγω κυήσεως, τοκετού και μητρότητας, αργίας ή διαθεσιμότητας και για το χρονικό διάστημα διάρκειας του κωλύματος.
3.Η πρόσληψη του προσωπικού των ανωτέρω παραγράφων δεν υπάγεται στη διαδικασία έγκρισης της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α'), όπως ισχύει.
Άρθρο 207
Λύση της σύμβασης
1.Μετά τη λήξη του χρόνου απασχόλησης, η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως και το προσωπικό αποχωρεί από την υπηρεσία χωρίς την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης.
Οποιαδήποτε παράταση της αρχικής σύμβασης ή ανανέωση με σύναψη νέας σύμβασης πέρα από το ανώτατο κατά περίπτωση χρονικό όριο απασχόλησης απαγορεύεται.
Τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα παύουν να καταβάλλουν αποδοχές σε προσωπικό που διατηρείται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, άλλως τα καταβαλλόμενα ποσά καταλογίζονται σε αυτά.
2.Κατά τη διάρκεια της απασχόλησης επιτρέπεται η καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο. Αδικαιολόγητη αποχή από την εργασία για τρεις (3) τουλάχιστον συνεχείς ημέρες λογίζεται ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από μέρους του προσλαμβανομένου.
3.Το προσωπικό, η σύμβαση εργασίας του οποίου λύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν δικαιούται αποζημίωση για την αιτία αυτή.
Άρθρο 208
Μετακίνηση
Οι διατάξεις του άρθρου 185 του παρόντος εφαρμόζονται και στο προσωπικό των Ο.Τ.Α. που προσλαμβάνεται για κάλυψη των αναγκών του τμήματος αυτού.
Άρθρο 209
Προσωπικό για εκτέλεση έργων με αυτεπιστασία
1.Για τις έκτακτες ανάγκες έργων που εκτελούνται με αυτεπιστασία από Δήμους και Κοινότητες, τους Συνδέσμους και τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου, επιτρέπεται η πρόσληψη προσωπικού οποιασδήποτε ειδικότητας με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διαρκούς ή διακεκομμένης απασχόλησης, κατά ημέρα, εβδομάδα ή μήνα, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου, όπως αυτές προκύπτουν από τη σχετική μελέτη ή την εισήγηση της διευθύνουσας υπηρεσίας, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 609/1985 (ΦΕΚ 170 Α), όπως ισχύει, εφόσον διαπιστώνεται με ειδική αιτιολογία ότι δεν επαρκεί το προσωπικό που διαθέτει ο φορέας κατασκευής του έργου.
Η πρόσληψη αυτή γίνεται με απόφαση του Δημάρχου, του Προέδρου της Κοινότητας ή του Προέδρου του Συνδέσμου ή του Προέδρου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον δεν υπερβαίνει τις 135 εργάσιμες ημέρες ετησίως και δεν υφίσταται δυνατότητα ανανέωσης. Η πρόσληψη του προσωπικού του παρόντος δεν υπάγεται στη διαδικασία έγκρισης της Π.Υ.Σ. 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α), όπως ισχύει. Η διαδικασία υπόκειται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. του άρθρου 20 του ν. 2190/1994.
2.Οι δαπάνες για τις αμοιβές του ανωτέρω προσωπικού και οι σχετικές εργοδοτικές επιβαρύνσεις καταβάλλονται από τις διατιθέμενες για το έργο πιστώσεις.
3.Η απασχόληση του ανωτέρω προσωπικού σε έργα ή καθήκοντα άσχετα με την εκτέλεση του έργου για το οποίο προσλήφθηκε ή ξένα με την ειδικότητα του απαγορεύεται. Μεταφορά του προσωπικού αυτού από έργο σε άλλο έργο δεν επιτρέπεται.
4.Το προσωπικό αυτό απολύεται αυτοδικαίως μόλις περατωθεί το έργο ή λήξει ο χρόνος διάρκειας της σύμβασης του, χωρίς καμία αποζημίωση για την αιτία αυτή και χωρίς διαπιστωτική πράξη. Σε περίπτωση που οι ανάγκες απασχόλησης του προσωπικού στο αυτό έργο δεν είναι συνεχείς, συνάπτονται συμβάσεις αντίστοιχες με τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του προσωπικού αυτού.
5.Τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα παύουν να καταβάλλουν αποδοχές σε προσωπικό που διατηρείται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, άλλως τα καταβαλλόμενα ποσά καταλογίζονται σε βάρος τους.
Άρθρο 210
Πρόσληψη εργατικού και τεχνικού προσωπικού
1.Επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 205 και 206 του παρόντος, οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να απασχολούν εργατικό και τεχνικό προσωπικό, μέχρι και πέντε ημερομίσθια κατ’ άτομο το μήνα, εφόσον η σχετική δαπάνη προβλέπεται στους προϋπολογισμούς τους.
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων που μπορούν να απασχοληθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ορίζεται ως εξής:
α. Κοινότητες μέχρι 3 άτομα.
β. Δήμοι μέχρι 5.000 κατοίκους, έως πέντε (5) άτομα αν τα τοπικά διαμερίσματα είναι μέχρι πέντε (5), αν είναι πάνω από πέντε (5), όσα είναι τα τοπικά διαμερίσματα και όχι πάνω από δέκα (10) άτομα.
γ. Δήμοι μέχρι 10.000 κατοίκους έως οκτώ (8) άτομα αν τα τοπικά διαμερίσματα είναι μέχρι οκτώ (8), αν είναι πάνω από οκτώ (8) όσα είναι τα τοπικά διαμερίσματα και όχι πάνω από δεκαπέντε (15) άτομα.
δ. Δήμοι μέχρι 30.000 κατοίκους έως δέκα (10) άτομα, αν τα τοπικά διαμερίσματα είναι μέχρι δέκα (10), αν είναι πάνω από δέκα (10), όσα είναι τα τοπικά διαμερίσματα και όχι πάνω από είκοσι (20) άτομα.
2.Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύουν, και δεν υπάγεται στη διαδικασία έγκρισης της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α), όπως ισχύει.
Άρθρο 211
Πρόσληψη υδρονομέων άρδευσης
Η πρόσληψη υδρονομέων άρδευσης στους Ο.Τ.Α. διέπεται, αποκλειστικώς, από τις ειδικές ρυθμίσεις του από 28.3/15.4.1957 β.δ/τος «Περί της αστυνομίας επί των Αρδευτικών Υδάτων» (ΦΕΚ 60 Α), όπως ισχύει.
Η πρόσληψη του προσωπικού του παρόντος άρθρου δεν υπάγεται στη διαδικασία έγκρισης της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α), όπως ισχύει, και ενεργείται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 2190/1994, όπως ισχύουν.
Άρθρο 212
Προσωπικό για απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες
1.Η πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου κατά το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος, από τους Ο.Τ.Α., για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις εκτεταμένων ζημιών από σεισμούς, πλημμύρες, παγετούς και πυρκαγιές, καθώς και σε περιπτώσεις άμεσης ανάγκης λήψεως προληπτικών μέτρων ή κατασταλτικών μέτρων λόγω σοβαρής απειλής της δημόσιας υγείας. Γ ια την αντιμετώπιση όμοιων αναγκών εξαιτίας άλλων γεγονότων, από τα οποία προκύπτει άμεσος κίνδυνος ζωής ή περιουσίας, η πρόσληψη επιτρέπεται μόνο εφόσον ο νομός ή συγκεκριμένη περιοχή αυτού κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
2.Η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες από την επέλευση του γεγονότος ή την κήρυξη έκτακτης ανάγκης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, ανανέωση ή παράταση της αρχικής σύμβασης ή σύναψη νέας σύμβασης ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου απαγορεύονται.
3.Αν βασίμως εκτιμάται ότι οι ανάγκες που προέκυψαν κατά τα ανωτέρω θα συνεχισθούν και πέραν του οκταμήνου, η αρμόδια αρχή κινεί εγκαίρως, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη λήξη του οκταμήνου, τη διαδικασία νέων προσλήψεων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, τηρουμένων αυστηρά των διατάξεων του άρθρου 21 (παρ. 815) του ν. 2190/1994, όπως ισχύουν, για αριθμό και διάρκεια που εγκρίνει ο Γ ενικός Γραμματέας της οικείας Περιφέρειας. Στους πίνακες, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, μπορεί να περιληφθούν και απασχοληθέντες με σύμβαση της προηγούμενης παραγράφου.
4.Το Α.Σ.Ε.Π. ασκεί τον κατά την παρ. 1β του άρθρου 8 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει, έλεγχο, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων πρόσληψης προσωπικού, όσο και ως προς την τήρηση των διατάξεων των παρ.2 και 3 του άρθρου αυτού.
5.Η πρόσληψη ενεργείται με πράξη του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, στην οποία ορίζεται το ονοματεπώνυμο του προσλαμβανομένου το είδος της εργασίας και ο χρόνος διάρκειας αυτής εντός του χρονικού ορίου της παρ. 2, και δεν υπάγεται στη διαδικασία έγκρισης της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α'), όπως ισχύει.
Άρθρο 213
Λύση της σύμβασης εργασίας
1.Η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως μόλις αντιμετωπισθούν οι απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες ή λήξει ο χρόνος διάρκειάς της. Γ ια την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου.
2.Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 207 του παρόντος εφαρμόζονται και για το προσωπικό του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 214
Κωλύματα παροχής εργασίας
Το προσωπικό του τμήματος αυτού υπόκειται στα κωλύματα παροχής εργασίας που προβλέπονται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Άρθρο 215
Απασχόληση σε αλλότρια καθήκοντα
Η απασχόληση του προσωπικού του τμήματος αυτού σε έργα ή καθήκοντα άσχετα με εκείνα για τα οποία προσλήφθηκε ή ξένα με την ειδικότητα του απαγορεύεται. Η παράβαση της παρούσας αποτελεί για τους Δημάρχους, Προέδρους Κοινοτήτων, Προέδρους Δημοτικών ή Κοινοτικών Ιδρυμάτων, Προέδρους Διοικητικών Συμβουλίων Δημοτικών ή Κοινοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή Προέδρους Συνδέσμων Δήμων και Κοινοτήτων πειθαρχικό παράπτωμα κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 142 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α), όπως ισχύει.
Άρθρο 216
Εφαρμογή διατάξεων
Κατά τα λοιπά, για το προσωπικό του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 217
Προσόντα διορισμού με εμπειρία
Όταν δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση κενών θέσεων προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατηγορίας ΔΕ 24 Ηλεκτρολόγων, ΔΕ 28 Χειριστών Μηχανημάτων Εργων, ΔΕ 29 Οδηγών Αυτοκινήτων, ΔΕ 30 Τεχνιτών, ΔΕ 35 Δενδροανθοκηπουρών Δενδροκόμων Κηπουρών Ανθοκόμων, ΔΕ 2 Εποπτών Καθαριότητας και ΔΕ 32 Μαγείρων, από υποψηφίους με τα τυπικά προσόντα του οικείου κλαδολογίου, επιτρέπεται ο διορισμός υποψηφίων που έχουν προσόν απολυτήριο τίτλο αντίστοιχης ειδικότητας αναγνωρισμένης κατώτερης τεχνικής σχολής ή αντίστοιχη εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών.
Άρθρο 218
Μητρώο εργαζομένων
1.Οι Ο.Τ.Α. υποβάλλουν στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στοιχεία για το τακτικό και έκτακτο προσωπικό τους, τα οποία θα ενημερώνονται για κάθε μεταβολή, με σκοπό τη δημιουργία βάσεως δεδομένων για το σύνολο των υπαλλήλων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού.
Ο τύπος, το περιεχόμενο των στοιχείων, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
2.Η μη παροχή ή η καθυστέρηση παροχής των στοιχείων τιμωρείται με πρόστιμο, που επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης σε βάρος του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης και το οποίο ανέρχεται από 5% μέχρι 15% των Κ.Α.Π., του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ
2Α'), ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητα της παράβασης, το οποίο παρακρατείται κατά την κατανομή των Κ.Α.Π. του επόμενου έτους, στον οικείο Ο.Τ.Α., συνιστά δε σοβαρή παράβαση καθήκοντος, η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α), όπως ισχύει.
Άρθρο 219
Προσωπικό των Ο.Τ.Α. που καταργούνται ή ενώνονται
1.Στις περιπτώσεις κατάργησης Δήμου και ένωσης του με άλλο Δήμο, το προσωπικό του καταργούμενου Δήμου καθίσταται αυτοδικαίως προσωπικό του Δήμου με τον οποίο ενώνεται, με την ίδια σχέση εργασίας που έχει, και καταλαμβάνει αντίστοιχες, κατά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα, θέσεις.
2.Αν στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου στον οποίο ενώνεται ο καταργούμενος Δήμος δεν υφίστανται κενές θέσεις αντίστοιχες προς τις κατά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα θέσεις του καταργούμενου Δήμου, αυτές δημιουργούνται με τροποποίησή του εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών. Οι δημιουργούμενες θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου είναι προσωποπαγείς και καταργούνται μόλις κενωθούν, με οποιονδήποτε τρόπο.
3.Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις ένωσης Κοινότητας με Δήμο ή κατάργησης Κοινότητας και ένωσης με άλλη Κοινότητα ή ένωσης Κοινοτήτων σε μία.
4.Υπάλληλοι Κοινότητας, σε περίπτωση αναγνώρισης της Κοινότητας ως Δήμου, καθίστανται αυτοδικαίως δημοτικοί υπάλληλοι με την ίδια σχέση εργασίας, κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα που είχαν ως κοινοτικοί υπάλληλοι, από την εγκατάσταση των νέων δημοτικών αρχών.
5.Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος εφαρμόζονται, αναλόγως, και για το προσωπικό των δημοτικών καν κοινοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που καταργούνται, και αναλαμβάνει ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα απευθείας ή όχι την εκπλήρωση του σκοπού τους.
6.Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται, αναλόγως, και για το προσωπικό των συνδέσμων των Ο.Τ.Α. που συνενώνονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 251 του ν. 3463/2006.
7.Σε περίπτωση συγχώνευσης νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου Δήμου ή Κοινότητας κατά τις διατάξεις του Δ.Κ.Κ., σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου καθορίζονται οι αναγκαίες θέσεις του προσωπικού, που υπηρετεί στα παραπάνω δημοτικά ή κοινοτικά νομικά πρόσωπα, οι οποίες και μεταφέρονται, αυτοδικαίως, στο νέο δημοτικό ή κοινοτικό πρόσωπο. Τυχόν πλεονάζουσες θέσεις μεταφέρονται με τον ίδιο τρόπο στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Στις θέσεις αυτές με την ίδια απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου εντάσσεται, αυτοδικαίως, το προσωπικό με την ίδια σχέση με την οποία υπηρετούσε στα συγχωνευόμενα νομικά πρόσωπα.
8.Σε περίπτωση συγχώνευσης δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με δημοτικά ή κοινοτικά ιδρύματα κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, οι θέσεις του προσωπικού των απορροφώμενων δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων μεταφέρονται, αυτοδικαίως, στα δημοτικά ή κοινοτικά ιδρύματα και εντάσσονται στους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας τους.
Η ένταξη γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος σε αντίστοιχη κενή οργανική θέση και ειδικότητα και, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, σε προσωποπαγή θέση.
9.Το προσωπικό των Συνδέσμων που καταργούνται κατά τις διατάξεις του Δ.Κ.Κ. μεταφέρεται αυτοδικαίως και κατανέμεται με την ίδια σχέση εργασίας που είχε, με απόφαση του Γ ενικού Γ ραμματέα Περιφέρειας στους Ο.Τ.Α. που αποτελούσαν τον Σύνδεσμο, ανάλογα με τον πληθυσμό τους ή τις οικονομικές τους δυνατότητες, με βάση τους προϋπολογισμούς των τριών τελευταίων ετών.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2.
Η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει και για το προσωπικό των υφιστάμενων Αναπτυξιακών Συνδέσμων, όταν λήξει ο χρόνος λειτουργίας τους, που προβλέπεται από τη συστατική τους πράξη.
Άρθρο 220
Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων που ισχύουν για δημοσίους υπαλλήλους
1.Γενικοί ή ειδικοί νόμοι, διατάγματα και αποφάσεις που περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν στην υπηρεσιακή, εν γένει, κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δεν ισχύουν για τους υπαλλήλους που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, εάν δεν γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς.
2.Με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν στους δημοσίους υπαλλήλους μπορεί να επεκτείνονται ανάλογα, εν όλω ή εν μέρει, αναδρομικά και στους υπαλλήλους του παρόντος.
Άρθρο 221
Δικαίωμα στέγασης
Οι ισχύουσες ειδικές στεγαστικές ρυθμίσεις για τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, έχουν εφαρμογή και για τους αντίστοιχους υπαλλήλους και συνταξιούχους των Ο.Τ.Α., τους μονίμους υπαλλήλους του Ταμείου Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Α.Δ.Κ.Υ.) και του Ταμείου Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Τ.Υ.Δ.Κ.Υ.).
Άρθρο 222
Ρύθμιση λεπτομερειών
Με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται, όπου απαιτείται, κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 223
Ειδικές ρυθμίσεις
1.Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από γνώμη της Π.Ο.Ε. Ο.Τ.Α. και της Π.Ο.Π.Ο.Τ.Α., μπορεί να μεταβάλλεται ο αριθμός των μορίων των κριτηρίων καθεμίας από τις τρεις ομάδες (ενότητες) κριτηρίων του άρθρου 87 του παρόντος, χωρίς υπέρβαση του συνολικού αριθμού μορίων κάθε ομάδας (ενότητας).
2.Σε περίπτωση που, με το διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 84, διαφοροποιηθεί το περιεχόμενο των εκθέσεων αξιολόγησης, με το ίδιο προεδρικό διάταγμα γίνεται προσαρμογή της βαθμολογίας του κριτηρίου της υπηρεσιακής αξιολόγησης των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 88, τηρουμένου του συνολικού αριθμού των μορίων της βαθμολογίας του κριτηρίου αυτού.
3.Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 16 του ν. 1586/ 1986 (ΦΕΚ 37 Α') δεν θίγονται.
4.Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3051/ 2002 (ΦΕΚ 220 Α') εξακολουθούν να ισχύουν για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 78 του παρόντος.
5.Οι μουσικοί με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου προσλαμβάνονται σύμφωνα με το π.δ. 524/1980 (ΦΕΚ 143 Α'), όπως ισχύει. Το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό προσλαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το δε Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει.
Άρθρο 224
Ένστολο προσωπικό Δημοτικής Αστυνομίας
Το ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας διέπεται από τις ειδικές για αυτό διατάξεις. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις αυτές, ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος, εκτός των άρθρων 72 παρ.3,73 παρ. 1, 2, 4, 5, 10 και 15, 74 παρ. 1 και 4, 75, 76 με εξαίρεση τη μετάταξη εντός των κλάδων της Δημοτικής Αστυνομίας, 77, 78 και 79 παρ. 5.
Άρθρο 225
Αποζημίωση
Οι διατάξεις του άρθρου 204 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στους μόνιμους Υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. που επέλεξαν ως κύριο ασφαλιστικό φορέα το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 226
Ισχύς εκδοθέντων διαταγμάτων ή αποφάσεων
Εως την έκδοση των διαταγμάτων ή αποφάσεων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται οι προίσχύσασες αντίστοιχες διατάξεις, κατά το μέρος που δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του.
Άρθρο 227
Ελεγκτές Εσόδων και Εξόδων Ο.Τ.Α. Εισπράκτορες Εσόδων Ο.Τ.Α.
1.Μετά τη σύσταση και λειτουργία των ταμειακών υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. οι Ελεγκτές Εσόδων Εξόδων (ΔΕ 14 ) και οι Εισπράκτορες Εσόδων (ΔΕ 15) διατίθενται, αποκλειστικώς, για τη λειτουργία των ανωτέρω υπηρεσιών. Οι θέσεις τους στους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, διατηρούνται μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση των υπαλλήλων αυτών από την υπηρεσία.
2.Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω κλάδοι εξυπηρετούσαν ομάδα Ο.Τ.Α. στις οικείες Δ.Ο.Υ. η κατανομή τους στους Ο.Τ.Α. γίνεται με απόφαση του αρμόδιου Γενικού Γ ραμματέα Περιφέρειας, ανάλογα με τον πληθυσμό τους ή την οικονομική τους δυνατότητα, με βάση τους προϋπολογισμούς των τριών (3) τελευταίων ετών.
Με την ίδια απόφαση συνιστώνται προσωρινές θέσεις στους αντίστοιχους Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας των Ο.Τ.Α..
3.Οι κενές οργανικές θέσεις των Ελεγκτών Εσόδων και Εξόδων Ο.Τ.Α. και των Εισπρακτόρων Ο.Τ.Α., καθώς και όσες θα κενωθούν καταργούνται.
4.Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπηρετούντων ρυθμίζεται από τις διατάξεις που αφορούν στο λοιπό μόνιμο προσωπικό των Ο.Τ.Α..
Άρθρο 228
Προσωρινές θέσεις που κατέχονται από τακτικούς μόνιμους υπαλλήλους
Το προσωπικό που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος και το οποίο κατέχει μόνιμες προσωρινές θέσεις εξακολουθεί να κατέχει τις θέσεις αυτές, οι οποίες καταργούνται όταν κενωθούν με οποιονδήποτε τρόπο.
Άρθρο 229
Κατάταξη αδιαβάθμιστου προσωπικού
Το προσωπικό που υπηρετεί, μέχρι την ισχύ του παρόντος, σε αδιαβάθμιστες θέσεις του άρθρου 236 του ν. 1188/1981 (ΦΕΚ 204 Α'), όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε, κατατάσσεται, με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, σε προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις, με την ίδια σχέση εργασίας που υπηρετούσε, και εξελίσσεται μισθολογικά σε όλα τα κλιμάκια της κατηγορίας όπου ανήκει. Για τη μισθολογική αυτή εξέλιξη, λαμβάνεται υπ’όψη όλη η πραγματική υπηρεσία ή προϋπηρεσία του.
Άρθρο 230
Κατάταξη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
1.Το προσωπικό που υπηρετεί στους Ο.Τ.Α. κατά τη δημοσίευση του παρόντος και κατέχει προσωρινές θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οποιασδήποτε ειδικότητας, παραμένει στις θέσεις αυτές μέχρι την αποχώρησή του με οποιονδήποτε τρόπο και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 170 μέχρι και 177, 181 μέχρι και 204 του παρόντος.
2.Προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης προσωπικού Δήμων, που προέρχονται, αποκλειστικώς, από Ο.Τ.Α. που συνενώθηκαν κατά τις διατάξεις του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α), από τη δημοσίευση του παρόντος, μετατρέπονται σε προσωρινές προσωποπαγείς πλήρους απασχόλησης, και η κατάταξη των υπηρετούντων γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Η ανωτέρω κατηγορία προσωπικού διέπεται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
3.Οι θέσεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος, όταν κενωθούν, με οποιονδήποτε τρόπο, καταργούνται.
4.Ειδικά για το βοηθητικό προσωπικό, χρέη Υπηρεσιακών Πειθαρχικών Συμβουλίων ασκούν, για τους Δήμους οι Δημαρχιακές Επιτροπές, για τις Κοινότητες τα Κοινοτικά Συμβούλια, για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οικεία Διοικητικά Συμβούλια, για τα ιδρύματα και για τους Συνδέσμους η Εκτελεστική Επιτροπή.
Άρθρο 231
Ρυθμίσεις για τους υπηρετούντες
1.Οι θέσεις των υπαλλήλων κάθε κλάδου διαβαθμίζονται αυτοδικαίως ενιαία σε όλους τους βαθμούς της οικείας κατηγορίας, σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 4 του άρθρου 83 του παρόντος.
2.Οι υπάλληλοι που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται, αυτοδικαίως, στους ενιαίους βαθμούς της κατηγορίας όπου υπηρετούν, με βάση το συνολικό χρόνο πραγματικής υπηρεσίας που έχουν διανύσει. Τυχόν πλεονάζων χρόνος θεωρείται ότι διανύθηκε στο βαθμό κατάταξης. Γ ια την κατάταξη και τον καθορισμό του χρόνου που θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό στον οποίο κατατάσσεται ο υπάλληλος, δεν υπολογίζονται:
α. τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται από το άρθρο 91 του παρόντος (διαθεσιμότητας, αργίας, αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, προσωρινής παύσεως και αναστολής άσκησης καθηκόντων),
β. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο στερήθηκε ο υπάλληλος το δικαίωμα για προαγωγή,
γ. ένα έτος για κάθε φορά που ο υπάλληλος κρίθηκε ως μη προακτέος, και
δ. χρονικό διάστημα ίσο προς το ήμισυ του απαιτούμενου προς προαγωγή χρόνου, σε περίπτωση επιβολής της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού.
3.Για την κατάταξη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, στο συνολικό χρόνο πραγματικής υπηρεσίας δεν υπολογίζεται το ήμισυ του πέραν της δεκαετίας χρόνου, που διανύθηκε με τυπικό προσόν κατώτερης κατηγορίας.
4.Υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούν σε κατηγορία ανώτερη των τυπικών προσόντων που κατέχουν, κατατάσσονται στους βαθμούς της κατηγορίας όπου υπηρετούν, και ως χρόνος εξέλιξης τους λογίζεται ο χρόνος που απαιτείται στην κατηγορία της οποίας έχουν το τυπικό προσόν. Για τους υπαλλήλους της ΔΕ κατηγορίας με κατώτερο τυπικό προσόν, ως χρόνος εξέλιξης τους λογίζεται αυτός της ΔΕ κατηγορίας.
5.Για τις κατατάξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, εκδίδονται διαπιστωτικές πράξεις του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6.Οι κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 88 του παρόντος προϊστάμενοι οργανικών μονάδων, εφόσον έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους, μέχρι τη λήξη της θητείας για την οποία έχουν επιλεγεί.
Εφόσον η νέα επιλογή, βάσει των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, δεν γίνει εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του άρθρου 88 του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα αυτού.
7.Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις επαναφοράς υπαλλήλων στην υπηρεσία, ύστερα από έκπτωση, ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 154 του παρόντος.
8.Τα μέλη των υφιστάμενων, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπηρεσιακών συμβουλίων εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους, έως τη λήξη της θητείας τους.
9.Εκκρεμείς διαδικασίες μετατάξεων ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν, εφόσον μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν αποφανθεί τα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια.
10.Οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ, καθώς και οι υπάλληλοι των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ που είναι κάτοχοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας με βάση την κλίμακα βαθμών και τον αντίστοιχο εισαγωγικό βαθμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 και το χρόνο εξέλιξης, όπως ορίζεται στο άρθρο 85, με επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 91 του παρόντος. Τυχόν πλεονάζων χρόνος λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας στο βαθμό κατάταξης. Γ ια την κατάταξη εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
11.Η προσαύξηση αποδοχών των υπαλλήλων στους οποίους χορηγήθηκαν εκπαιδευτικές άδειες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α'), εξακολουθεί να διέπεται από τις ίδιες διατάξεις.
12.Η χρονική διάρκεια των αποσπάσεων που πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 68 του προίσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999) επιτρέπεται να παρατείνεται κατά ένα (1) επιπλέον έτος, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου.
13.Τα πιστοποιητικά επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) ή άλλων σχολών επιμόρφωσης του Δημοσίου, που έχουν αποκτηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος ή θα αποκτηθούν έως την εφαρμογή συστήματος πιστοποιημένης επιμόρφωσης γίνονται δεκτά για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88.
14.Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν μειωμένο ωράριο εργασίας για ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. διατηρούνται σε ισχύ.
15.Οι πίνακες προακτέων στους ενιαίους βαθμούς που είναι σε ισχύ κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος δεν θίγονται.
16.Εως την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 63, η παράταση ή χορήγηση της προβλεπόμενης στην ίδια παράγραφο άδειας γίνεται με ειδική αιτιολογημένη απόφαση της οικείας ειδικής υγειονομικής επιτροπής του άρθρου 167 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Άρθρο 232
Καταργούμενες διατάξεις
Καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που διέπονται από αυτόν.»
Άρθρο δεύτερο
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων των άρθρων 87 έως και 89, οι οποίες αρχίζουν να ισχύουν από την 1η Ιουλίου 2008.
Αθήνα, 25 Ιουνίου 2007